ΚΑΒΑΦΗΣ, Ο «ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ»

Συμπληρώνονται, τούτες τις μέρες, πενήντα χρόνια απ’ το θάνατο του Κων/νου Καβάφη, μιας δόξας των ελληνικών γραμμάτων, μιας έντονης προσωπικότητας με κάτι το εντελώς ιδιότυπο, με μια υφή ολότελα δική της.

Η αυθύπαρκτη δύναμη, που ενείχε η ουσία του έργου του, υψώνει τον Αλεξανδρινό ποιητή στο ύψος του ορόσημου, τον κάνει σταθμό, που σημαδεύει τις ακρότατες επιδόσεις των λογοτεχνικών μας πραγμάτων και από την υψηλότατη κορφή του μπορούμε ν’ αγναντέψουμε, πανοραματικά, όλη την πορεία της ολόφωτης ποιητικής μας διαδρομής.

Η κριτική, κατεξοχήν, ασχολήθηκε με την εκπληκτική ιδιορρυθμία της καβαφικής ποίησης, που πράγματι στέκεται μόνη, σαν απομονωμένη, κλεισμένη στην ιδιοτυπία της, μέσα στο χώρο της νεότερης λογοτεχνίας μας. Αλλά αυτό ακριβώς αποτελεί το μυστικό σπασμό, που δονεί συνθετικά και υποκινεί παντοτινά την αχόρταγη λαχτάρα μας ν’ ανοίξουμε, να γνωρίσουμε και να χαρούμε τους μυστικούς θησαυρούς του καβαφικού έργου. Του καβαφικού στίχου, που σηκώθηκε σαν μετέωρο, άναψε, σπινθοβόλησε και τώρα αναρριπίζεται επιβλητικά μέσα στον ελεύθερο αγέρα, πλαταγίζει και πετά σαν ουρανόπλεχτο προστατευτικό δίχτυ, μεταγγίζοντάς μας το βαθύ νόημά του, μεταδίδοντάς μας το μεγάλο μήνυμά του, προσφέροντάς μας τη γεύση των ποθεινών συγκινήσεων.

Βέβαια, αρχικά η κριτική αδιαφόρησε για τον Καβάφη της φιλοσοφικής αλληγορίας, ωστόσο, στο τέλος, τον περιέβαλε με λατρευτικό φανατισμό, από αναπόδραστο αναγκασμό της αυτάξιας ουσίας του έργου του, που την πυροδοτούσε ακατάσχετα και την ανάφλεγε άσβεστα.

Ο Καβάφης άρχισε από δική του αφετηρία. Η ποίησή του, απόκρυφη έκλαμψη ψυχικής αποκάλυψης, πήρε απίθανες διαστάσεις καθολικότητας. Η φεγγοβολούσα απεριόριστη δύναμη του ποιητικού του έργου, μετά την πρώτη της γέννηση, να διαιωνίζει ασίγαστα μέσα μας την αιώνιά της αναγέννηση και την αέναη επιβίωσή της και να μην εξαντλεί ποτέ την ακτινοβολία της, αποτελεί το σημαντικότερο γνώρισμά της.

Θαυμάζουμε τον ιστορικό Καβάφη, που κάτω από το πράο λυκαυγές της ώριμης ιστορικής του σκέψης, κατορθώνει «με λιτότατα μέσα να κατασκευάζει συνθετικά μιαν ατμόσφαιρα και σαν αλχημιστής να φτιάχνει, κάποτε μ’ ένα όνομα μονάχα, το κλίμα μιας ορισμένης ιστορικής εποχής» (1), όπως μας λέγει ο Ε.Π. Παπανούτσος.

Μας συγκινεί μέχρι κατάνυξης ο δραματικός και διαλεκτικός Καβάφης. Ποιήματά του, όπως «Τα Βήματα», «Ο Δημάρατος», «Η Σατραπεία», «Η αρρώστια του Κλείτου», κ.ά., παρουσιάζουν μεγαλείο και μαρτύριο, ολοκαύτωμα και τρόπαιο, έντονη δραματική υφή, μ’ ένα τραγικό πρόσωπο στο κέντρο τους. Σ’ αυτά «ο νους δουλεύει διαλεκτικά. Όχι μονάχα αισθάνεται με ευαισθησία δραματικού μέσα σε αντιθέσεις, αλλά και λογικά σαν μαθηματικός», (2), τονίζει ο Ι.Α. Σαρεγιάννης.

Πάνω, όμως, απ’ τον αισθησιακό, πολυμαθή, ιστορικό, δραματικό και διαλεκτικό Καβάφη, υψώνεται αγέρωχα, με διάπυρη πίστη και φωτεινή έξαρση, ο διδακτικός Καβάφης. Ένας φωτισμένος ποιητής, που με άφθαστη λεπτότητα αισθημάτων και με καταπληκτική σοβαρότητα και βαρύτητα, με κατακόρυφη έξαρση και φιλοσοφημένη ιστορική διάθεση, κατόρθωσε να αναβιώσει και να καταξιώσει στους χρόνους μας ένα παμπάλαιο, ξεχασμένο και αμφισβητούμενο είδος της ποίησης, τη διδακτική ποίηση. Και τούτο σε καιρούς, όπου στο διεθνή χώρο κυριαρχούσε ο άκρατος λυρισμός και ειδικότερα στον ελληνικό ορίζοντα μεσουρανούσε «το πολύβουο τραγούδι και ο ποιητικός χείμαρρος του Παλαμά». Ο Γ. Σεφέρης επισημειώνει σχετικά: «Αισθάνομαι ότι ο διδακτισμός του Καβάφη δεν είναι από τις μικρότερες αρετές του». (3)

Ο διδακτικός τόνος είναι πράγματι από τους κυριαρχούντες στην καβαφική ποίηση και το στοιχείο, που με καταπληκτικά εύστοχη ετοιμότητα, προβάλλει το έκπαγλο όραμα του ποιητικού ήθους. Η θέλγουσα πεζολογία, η λιτή και απέριττη φράση, η επιγραμματική πυκνότητα και η αφκιασίδωτη και αδιακόσμητη αλλ’ εύχυμη διατύπωση αποφθέγματος, μορφολογικές ιδιότητες της διδακτικής ποίησης, αναδείχνουν τον Καβάφη ακάματο σπορέα ελπιδοφόρου γνωμικού και παραινετικού τόνου, στον οποίο κυριαρχεί το απύθμενο βάθος και η δραματική σύλληψη της ουσίας της ζωής και ο εκθαμβωτικός συμβολισμός των εμπλοκών και ηρωισμών της.

Το καβαφικό έργο, ιδιότυπο και ιδιόρρυθμο, μοναδικό και ολομόναχο, έχει καθαρότητα, χάρη, γλαφυρότητα, εμψυχωτική γοητεία, αισθησιασμό, πληθωρική σκέψη, εξαίρετη ευγλωττία και μια ελεγειακή διάθεση, που πολύ τακτικά απολήγει στη διδαχή. «Η φιλοσοφία της είναι: κατάφαση των εγκόσμιων αγαθών, απουσία μεταφυσικού βάθους, εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια. Και πάνω απ όλα ένας λεπταίσθητος, πολύ καλλιεργημένος ουμανισμός, γεμάτος προσοχή και κατανόηση για τον άνθρωπο. Καλύτερα: για κάθε τι ανθρώπινο, σε όλη την κλίμακά του, από το μεγαλείο έως τη διαφθορά», (4) λέει ο Ε.Π. Παπανούτσος.

Ο Καβάφης, συνεχιστής της ποίησης των ελληνιστικών χρόνων, με τον έμφυτο φλογοβόλο έρωτα του λόγου, επώασε την ελπίδα και χάλκευσε βαθιά, εντατικά και γόνιμα την πεποίθηση της αναγνώρισης, που ήρθε τελικά με πολύ μόχθο, μέσα στα βασανιστικά εναγκαλίσματα παρεξηγήσεων και στις αδυσώπητες δρόγκες επιθέσεων. Εκεί, κοντά στο τέλος της ζωής του, πνοή και τόνος, πόθος και πάθος λύγισαν τις αντιδράσεις και κυμάτισαν, δειλά ακόμη και αρκετά φειδωλά, πλην όμως γοητευτικά, τη δάφνη της αναγνώρισης.

Ο θάνατος έφερε το άστραμμα της αίγλης, την κατάλαμψη της δόξας.

Το πέρασμα του χρόνου φωτίζει πλατύτερα το έργο του και το ορθώνει αδέσμευτο προς τον απεριόριστο ηθικό χώρο της οριστικής επικράτησης και δίκαιης επιβολής.

Το ελληνικό κοινό τον αποκορύφωσε μέσα στο στερέωμα των αχανών πεπρωμένων της Φυλής μας, ο κόσμος όλος τον ύψωσε στο πάνθεο της διασημότητας και έγκριτοι κριτικοί τον περιβάλλουν με τη σοβαρή σαγήνη και κυριαρχική μαγεία μιας των κορυφαίων θέσεων της παγκόσμιας ποίησης του καιρού μας.

Το καβαφικό έργο, σαν κορυφαία λειτουργική πραγμάτωση, μίλησε στα εσώτατα βάθη της ψυχής ενός ολόκληρου κόσμου, ταλαιπωρημένου, απελπισμένου, αποκαμωμένου, καταδιωγμένου από τη διάβρωση της ηθικής, την υποτίμηση των ανθρώπινων αξιών, την υποβάθμιση των ιδανικών, καταπτώσεις, που, όπως τονίζει ο Μιχαήλ Περάνθης, «δημιούργησαν στο σημερινό άτομο ένα κλίμα απαισιόδοξου σκεπτικισμού, μια συγκρατημένη επιφυλακτικότητα, μια αίσθηση ερέβους και αμφιβολιών, μες στην αχλύ των οποίων πασχίζει να περισώσει ό,τι γίνεται από την εσώτερή του υπόσταση». (5)

Η ατέρμονη διάσταση της πολυκίνδυνης και πολυέλπιδης εποχής μας, πλημμυρισμένης «με θάμβος και άγχος αντίκρυ στα εδεμικά τοπία ή στα ερεβικά χάσματα» (6), δημιουργεί στον άνθρωπο μια φιλοσοφική διάθεση, μια θέληση δηλαδή να χειριστεί σωστά τις ιλιγγιακές δυνάμεις, που εξαπολύονται ακάθεκτα από την πολυεδρική, πολυειδή και πολύμορφη «πρόοδο» της εποχής μας, να ανεύρει τα αγαθά της ζωής και να εκτιμήσει την αξία τους. Ο άνθρωπος μιας τέτοιας εποχής, όχι μόνον εμψυχωμένης από ευδαιμονικές προοπτικές, αλλά κυρίως και απειλημένης από ψυχοφθαρτικές δυνάμεις και κατατσροφικές αντινομίες, δε νοσταλγεί την άχραντη γαλήνη του άκρατου λυρισμού και του ασυγκράτητου ρομαντικού πάθους. Θέλει και επιζητεί μια ποίηση αδιακόσμητη, υποβλητική, άμουση και απέριττη. Ποθεί και αναζητεί μια σκέψη, που να πηγάζει «απ’ ευθείας από τον κρίνοντα νου, παραμένοντας αντιλυρική και αντισυναισθηματική στην έκφρασή της», κυριευμένη, όμως, από την αγγελική ευδοκία, που οδηγεί στο δρόμο των Χαμένων Παραδείσων.

Ο ποιητής μας απεικόνισε μεγαλόπρεπα και μεγαλόπνευστα τον πόθο και τη λαχτάρα αυτή των συγχρόνων του. Ο διεισδυτικός στοχασμός του κατόρθωσε, με τα υπέροχα ποιητικά του πλάσματα και τον επιγραμματικό στίχο του, να φωτίσει άπλετα το χαίνοντα κίνδυνο: να συρθεί το άτομο στην πιο επικίνδυνη ανελευθερία, δηλαδή σε πνευματική αποψίλωση και σε ηθική αποχαύνωση.

Η ποίηση του Καβάφη «μας γοητεύει με την εσωτερικότητά της, με το φιλοσοφικό στοχασμό που κλείνει μέσα της» (7) και, με τα μεγαλοδύναμα ψυχοπλαστικά της μέσα, δίνει στο ανθρώπινο γένος τον ψυχικό εξοπλισμό της πνευματικής διαύγειας και της ηθικής ευεξίας, ικανό να πυροδοτεί ασίγαστα και να αναφλέγει αέναα το έμπρακτο φανέρωμα των αγνών και αμόλυντων, γιγαντοδύναμων και αδάμαστων μυστικών δυνάμεων της ζωής.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. – Ε.Π. Παπανούτσου, Παλαμάς – Καβάφης – Σικελιανός, 4η έκδοση, σελ. 122

2. – Ι.Α. Σαρεγιάννη, op.cit., σελ. 77.

3. – Γ. Σεφέρη, Δοκιμές, Αθήνα, 1962, 2η έκδ. υποσ. 1 της σελ. 69

4. – Ε.Π. Παπανούτσου, Παλαμάς – Καβάφης – Σικελιανός, 4η έκδοση, σελ. 230

5. – Μιχαήλ Περάνθη, Μορφές και κείμενα της Λογοτεχνίας μας, τόμος 4ος, Γνωριμίες, σελ. 120

6. – Κων/νου Δεσποτόπουλου, Μελετήματα Φιλοσοφίας, Αθήνα, 1978, σελ. 180

7. – Μαρίας Δ. Μιράσγεζη, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα, 1982, τόμος 2ος, σελ. 322.

 

Ζάκυνθος, Απρίλιος 1983

Δημοσιεύτηκε στα αριθ. 415/25-4-1983 και 416/2-5-1983 φύλλα της εφημερίδας Ζακύνθου «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ».

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s