Αστράφτει από φαντασμαγορικές αναλαμπές ο ελληνικός ορίζοντας.
Αστραπόβολη αναλαμπή εκπυρώμενης θρυαλλίδας, κάθε χρόνο, στις 27 Φεβρουαρίου, την Ελλάδα αναφλογίζει. Φλογοβόλος αχτιδοβολή πυροδοτεί έτσι αέναα και αναφλέγει συνεχώς τον ψυχικό εξοπλισμό του Έθνους. Η Ελλάδα, κάθε χρόνο, από κείνο το 1943, νιώθει πιότερο βαθύ το κενό, που άφησε ο χαμός του μεγάλου βάρδου της.
Δυσθεώρητο είναι το πλήθος όσων γράφτηκαν και ατέρμονη η σειρά όσων πρόκειται να γραφτούν. Ασφαλώς, όμως, η όποια εξέλιξη της λογοτεχνίας μας πάντα θα συνδέεται με την παλαμική εμψυχωτική γοητεία, αφού αποτελεί τη ρίζα, που αστείρευτα αναβλύζει ζωοποιούς χυμούς και ανθοφόρες δυνάμεις και, αναντίλεκτα, είναι το βαθύ θεμέλιο και το ψηλό μαζί αέτωμα όχι μόνο της νεότερης ποίησης αλλά και της πνευματικής μας συγκρότησης συνολικά.
Ο φτερωτός, ο λυγερός, ο καρδιοκλέφτης παλαμικός στίχος κυκλοφορεί μέσα στον απέραντο χώρο της λαϊκής ευαισθησίας. Φτερουγιστός, άπιαστος και ανυπότακτος, πεταλουδίζει στα κατάκορφα των γραφικών βουνών μας, στις ξεμοναχιασμένες ρομαντικές κοιλάδες, στα προσθαλασσωμένα κυματόδαρτα ακρογιάλια. Πεταρίζει από κορφοβούνι σε κορφοβούνι, από αρχιπέλαγος σε αρχιπέλαγος, από ψυχή σε ψυχή. Και μια πνοή γεμάτη ριγηλή γοητεία και κυριαρχική μαγεία αναδιπλώνει, έναν τόνο γεμάτο από φλογερό πόθο λευτεριάς, από ζωογόνο αναστάσιμο όραμα, από ασύγκριτο ηρωικό φρόνημα ξεδιπλώνει. Είναι η φωτερή και έκπαγλη προβολή και εμφάνιση της Ψυχής του Γένους μας, που περιφρουρεί της Ελληνικής Φυλής την αθάνατη ζωτικότητα, η πυρωμένη ανθρακιά, που θερμαίνει και εκφράζει την ιστορική συνέχεια του ελληνικού βίου και την ανόθευτη διάρκεια του Ελληνικού Έθνους και τη διαλαλεί ασώπαστα, στα κύματα, στα πετούμενα και στ’ αστέρια.
Η κριτική και η ποίηση, που αποτελούν δύο ομόλογες λειτουργίες του πνεύματος, υπήρξαν οι βασικότερες εκδηλώσεις της παλαμικής δημιουργίας. Με τη διπλή αυτή δράση του, ο Παλαμάς διάνοιξε αποφασιστικά, σ’ ένα διάστημα μισού αιώνα (1880 – 1930), τα όρια της νέας ελληνικής λογοτεχνίας και διέγραψε εκτυφλωτικά την οριακή της καμπύλη, γίνεται αρχηγός της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και σφραγίζει μια εποχή με το γιγάντιο ποιητικό του ανάστημα.
Η κριτική διάνοια του Παλαμά επισημαίνεται από τη «Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη», τονίζοντας: «ό,τι, όμως, προέχει, παρόλη την απουσία μεγάλων έργων, είναι η συνθετική εποπτεία στην ενοραματική σχεδόν σύλληψη των πνευματικών εκδηλώσεων και των άλλων εκφραστικών μορφών του νεοελληνικού λόγου. Από την άποψη αυτή, ο Παλαμάς είναι η πρώτη συνθετική κριτική διάνοια του νεότερου ελληνισμού». (1)
Δέχτηκε, βέβαια, όπως και όλη η γενιά του 1880, την επίδραση του παρνασσισμού και του συμβολισμού, αλλά η επίδραση αυτή δε διαφεντεύει την τέχνη του. Έχει βαθιά ριζωμένη μέσα του την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, που δένει άρρηκτα με το μακρινό παρελθόν και δίνει απλόχερα άκρατα σχήματα, μοτίβα και ιδέες.
Δεν ήταν μόνο ένας γνήσιος και φλογερός ποιητής, αλλά και στοχαστής αξιόλογος, που «τα ζητήματα που θέτει στα μελετήματά του… τα εξετάζει με οξύνοια και ενημερότητα και τα διασαφηνίζει με τρόπο που μαρτυρεί το βάθος, και, μαζί, το πλάτος του στοχασμού του». (2)
Πολυσύνθετη στον εσωτερικό της κόσμο και πλούσια σε ιδέες προσωπικότητα, μας μύησε στην κίνηση των παγκόσμιων ιδεών και μας γνώρισε πρόσωπα και κατευθύνσεις της ξένης φιλολογίας. Με απαράμιλλη επιδεξιότητα, ξανάδεσε τη λογοτεχνική μας συνέχεια με την επτανησιακή παράδοση και αξιοποίησε την ασύγκριτη εκφραστική δυνατότητα της δημοτικής.
Ό,τι χαρακτηρίζει την παλαμική σκέψη και ό,τι ακόμα αποτελεί την ιδιορρυθμία και το θέλγητρό της, είναι η αρμονική συνύπαρξη του ρομαντικού ιδεαλισμού και του επιστημονικού θετικισμού, που συνθέτουν τις θεωρητικές βάσεις της πνευματικής του υποδομής.
Φύση ρομαντική, με φλογερό ιδεαλισμό, αναστατώνεται τόσο όμορφα, δονείται τόσο αναφλεκτικά, αισθάνεται τόσο ανθρωπιστικά. Η ψυχή του πληρώνεται από «δημιουργικό» ηρωισμό. Ακαταμάχητη είναι η εσωτερική απόκρυφη πλαστουργική δύναμη, που τον ποδηγετεί στη δημιουργική πλήρωση κάθε στιγμής της ζωής του, φλογοβόλο είναι το έναυσμα, που τον εμπνέει και τον οδηγεί στην εκπλήρωση κάθε υψηλού και ωραίου. Θρεμμένος, όμως, και με της «θετικής» φιλοσοφίας τις ιδέες, έχοντας ασάλευτη πίστη στην αλήθεια και στη σταθερότητα της επιστημονικής κριτικής, δε μετεωρίζεται στην ερεβώδη μαντική, δεν αιωρείται στα νέφη μιας «ανερμάτιστα δογματικής ιδεολογίας».
Με ενδόφωτη και ενεργητική βίωση της λογοτεχνικής μας παράδοσης, προβάλλεται θαυμαστή του λογισμού και της γνώσης του η απαράμιλλη καρποφορία, ενώ θαυμαστότερη αναφαίνεται της ψυχής του η άφθαστη ανθοφορία. Ασυναγώνιστος στις λογοτεχνικές διακυμάνσεις, μεταπίπτει περίτεχνα από τις τιτάνιες συγκρούσεις, τις αιώνιες μεταστροφές, τα ογκώδη πάθη, στους τρυφερούς τόνους, στις παιδικές νοσταλγίες, στους απαλούς μουσικούς κυματισμούς.
Ο στοχασμός διαποτίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το παλαμικό έργο. Σε κάθε κορυφαία στιγμή του, ένας προβληματισμός σείει την ψυχή του ποιητή και αυτός παλεύει ακατάπαυστα να κάνει το άγχος του τραγούδι, λυρικό ή επικό, προσπαθεί να σώσει την καρδιά του από το βάρος του προβληματισμού, αλλά και να γλιτώσει από τη σκοτοδίνη και το νου του. Ήταν πνεύμα ανύστακτο, σπινθηροβόλο και οξύ ο ποιητής μας, που το ανάφλεγε και κατάφλεγε, εντατικά, ο στοχασμός, ψυχή, που μέσα της η σκέψη γινόταν συγκίνηση και διέξοδο έβρισκε στην πολυφωνική συγχορδία των ποιητικών του οίστρων, στο χείμαρρο της λυρικής του ευφράδειας, στην ιερουργία του κλέους της μούσας. Και τούτο, γιατί ο Παλαμάς δεν ήταν φιλόσοφος, ήταν και άλλο δεν ήθελε να είναι παρά ποιητής.
«Τα προβλήματα μέσα στη γνήσια ποιητική του συνείδηση», επισημαίνει ο Ε. Παπανούτσος, «δεν απολήγουν σε θεωρήματα που συνυφαίνονται με λογικόν ειρμό, αλλά λύνονται μετουσιωνόμενα σε οράματα και ακούσματα. Οράματα με κάλλος πλαστικό, και ακούσματα που συγκινούν με την υποβλητική δύναμη της μουσικής». (3)
Ο Παλαμάς είναι, αδιαφιλονίκητα, ο εθνικός μας βάρδος.
Πρόβαλε τους οραματισμούς της γενιάς του, έζησε τον παλμό της αέναης ανανέωσης του σφρίγους των εθνικών παραδόσεων και, το σημαντικότερο, έδωσε τη νόηση της αθάνατης Ελλάδας στη πρώτη της γέννηση, στην παντοτινή της αναγέννηση, στη διαρκή επιβίωσή της. «Μνήμες και πόθους, νίκες και συμφορές τις έλιωσε στο άσβηστο πυρ της καρδιάς του, τις έπλασε ποιητικό συμπέρασμα και το απόθεσε στα πόδια της μητέρας Ελλάδας», (4) αναφωνεί ο Μιχαήλ Περάνθης.
Και μέσα στην καταρρακτώδη μολπή των βαθυστόχαστων ποιητικών του συλλήψεων, που εισχωρούν βαθιά στα αθάνατα ζώπυρα των μυχών της ιστορίας μας, για να δοξολογήσουν το άφθονο πηγαίο ανάβλυσμα της Ψυχής του Γένους μας και στις ορισμένες ακατασίγαστες ποιητικές του ανησυχίες, τις εμπνευσμένες από συγκεκριμένες μεγάλες στιγμές της ιστορικής μας διαδρομής, ο Παλαμάς όρθωσε το ευθυτενές ανάστημα του ένθεου εθνικού εξυμνητή.
Κατάφωτη από θεϊκή αποκάλυψη, η ψυχή του ποιητή μας ακτινοβολούσε στα υποσυνείδητα εθνικούς ελπιδοφόρους χρησμούς, εμφύτευε στις συνειδήσεις τις διδαχές των Δασκάλων του Γένους, αντιλαλούσε από χαράδρα σε χαράδρα τα ανυπότακτα θούρια της Φυλής. Πρόβαλλε στο άπειρο πανοραμικά την ιστορική μας μεγαλογραφία, διαλαλούσε εμφαντικά τη μια και ενιαία ελληνική διάρκεια, την ανόθευτη και αδιάσπαστη ελληνική συνέχεια. Αναζήτησε, ζωογόνησε, γιγάντωσε τα ύστατα ζώπυρα της εθνικής μας ύπαρξης – «κόκκο σπέρματος, σταγόνα αίματος, αχτίδα πνεύματος» – στης ψυχικής μας ζωής το μυστικό και αφανέρωτο κόσμο.
Δοξαστικός και υψιπετής ο κορυφαίος αυτός τελετουργός του ελληνικού πνεύματος και της ελληνικής ψυχής, κατάσπειρε την εμψυχωτική γοητεία, ύψωσε το πατριωτικό θούριο στην αξία ενός άνθους μαζί και καρπού λυτρωτικού εκφραστικού ξεσπάσματος.
Ο Παλαμάς, «μια μορφή σπάνια για την ποιητική μας ιστορία… συμβολικός και ρομαντικός, στοχαστικός και αισθηματικός, λυρικός, επικός, δραματικός» (5), έτσι σαν πλαστουργική πνοή Θεού, έτσι σαν θεόπνευστη λειτουργική πραγμάτωση, με την ελευθερία του πνεύματός του, με την ανθρώπινη ευαισθησία του και τη ευρύτητα των συλλήψεών του, άφησε τα βαθυχάραχτα, τα ανεξίτηλα ίχνη από τα λογοτεχνικά του πέλματα στα ιερά εδάφη της Πατρίδας μας, μέσα σ’ ένα ασταμάτητο συνεκτικό μοτίβο ελκυστικών, γοητευτικών, ενθουσιαστικών ύμνων αιώνιας Αλήθειας και απόλυτης Ομορφιάς.
ΠΗΓΕΣ
- Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Κωστής Παλαμάς: Διονύσιος Σολωμός, Αθήνα, 1970, σελ. 9 – 10.
- Ε. Π. Παπανούτσου, Παλαμάς – Καβάφης – Σικελιανός, 4η έκδ. σελ. 59.
- Ε. Π. Παπανούτσου, Παλαμάς – Καβάφης – Σικελιανός, 4η έκδ. σελ. 66 – 67.
- Μιχαήλ. Περάνθη, Μορφές και κείμενα της λογοτεχνίας μας, τόμος 4ος, σελ. 77.
- Μαρίας Μιράσγεζη, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα, 1982, τόμος 2ος σελ. 115.
Ζάκυνθος, Μάιος 1983
Δημοσιεύτηκε στα αριθ. 418/23-5-1983 και 419/30-5-1983 φύλλα της εφημερίδας Ζακύνθου «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ».