Η μύηση στο βαθύτερο νόημα της αγωγής και η επιτυχής αντιμετώπιση των προβλημάτων της παιδαγωγικής, που θεωρείται ταυτόχρονα επιστήμη και στοχασμός, απαιτεί συστηματικές σπουδές και προϋποθέτει μελέτη συγγραμμάτων των μεγάλων στοχαστών της παιδείας. Ο βαθύς δε παιδαγωγικός στοχασμός ανθεί και θάλλει σε άνθρωπο με εξαιρετική πνευματικότητα, με βαθιά ψυχική καλλιέργεια, με ανθρωπιστική πλήρωση της συνείδησης και με ανείπωτη αγάπη για το παιδί και πλατύτερα για τον άνθρωπο.
Το προκείμενο άρθρο φιλοδοξεί να βοηθήσει τους γονείς, αλλά και καθένα που έχει επιφορτιστεί με το βαρύ πλην όμως θεάρεστο έργο της αγωγής, στην αντιμετώπιση παιδαγωγικών προβλημάτων και στον καθορισμό της θέσης απέναντι στον παιδαγωγούμενο.
Το πολύπλευρο και πολυσύνθετο της ψυχικής ζωής του ανθρώπου, η ποικιλία των ατομικών διαφορών και των οικογενειακών καταστάσεων και η επίδραση στην καθόλου ψυχοπνευματική ανάπτυξη της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος διευρύνουν το θέμα της αγωγής και καθιστούν σχεδόν αδύνατη κάθε απλούστευση.
Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι: Κάθε νεογέννητος άνθρωπος είναι ένα πλάσμα άγνωστο, που θα αναπτυχθεί σε μια μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι προικισμένος εξαρχής με τις δικές του ιδιάζουσες διαθέσεις και τάσεις.
Το ενδιαφέρον και η φροντίδα των γονέων για το παιδί αρχίζει από τη στιγμή της σύλληψής του, από τότε δηλαδή που ζει τη ζωή ενός όντος απόλυτα ανθρώπινου.
Μέσα στο μητρικό κόλπο το παιδί δεν είναι εντελώς απομονωμένο από τον εξωτερικό κόσμο. Σχετικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι το παιδί επηρεάζεται από τις ψυχικές και σωματικές επιδράσεις, που υφίσταται η μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Έτσι, η έντονη ψυχική ταραχή μιας μητέρας μπορεί πράγματι να επηρεάσει έμμεσα και το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Η Εμβρυϊκή Παιδαγωγική υποστηρίζει: «Μπορεί κανείς να επηρεάσει θετικά ένα παιδί, όταν ακόμη αποτελεί έμβρυο, αν η μητέρα, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ασχολείται με ωραία και θετικά πράγματα και φροντίζει να έχει ισορροπημένη ψυχική διάθεση». (1) Μια δυστυχισμένη, απελπισμένη μητέρα όχι μόνο αδυνατεί να αντιδράσει σωστά στις σωματικές ταλαιπωρίες της εγκυμοσύνης, αλλά ακόμη, αν η απελπισία της την ωθήσει στο κάπνισμα, στα οινοπνευματώδη ποτά ή ναρκωτικά, ασφαλώς θα προκαλέσει ανυπολόγιστη φθορά στο έμβρυο, με επιβλαβείς συνέπειες στην όλη μετέπειτα ζωή του.
Η σημασία της ενδομήτριας ζωής είναι αναμφισβήτητα τεράστια. Ο παιδαγωγός και ψυχολόγος Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος επισημαίνει: «Εάν μάλιστα θέλωμεν να είμεθα περισσότερον σύμφωνοι προς τα δεδομένα της επιστήμης, πρέπει να τονίσωμεν ότι αι ρίζαι των ψυχικών ανωμαλιών ενός ανθρώπου είναι δυνατόν να φθάσουν μέχρι της εμβρυϊκής ηλικίας, δηλαδή μέχρι της περιόδου της κυοφορίας της μητέρας του». (2)
Πράγματι, κατά τον ίδιο παραπάνω επιστήμονα, έχουν βεβαιωθεί σχετικά τα εξής:
α) ότι, αν κατά τους τρεις πρώτους μήνες της κύησής του, η μητέρα προσβληθεί από ερυθρά, το παιδί θα παρουσιάσει νευροψυχικές διαταραχές.
β) ότι, η μεγάλη θλίψη, ο έντονος φόβος, η υπερβολική συγκίνηση, ο ψυχικός κλονισμός, ο συνεχής εκνευρισμός, οι ατέλειωτες στενοχώριες της κυοφορούσας μητέρας επιδρούν σημαντικά στη διαμόρφωση της ψυχοπνευματικής κατάστασης του παιδιού.
γ) ότι, η διατροφή της εγκύου μητέρας επιδρά στην ψυχική και πνευματική υγεία του παιδιού. Η ανεπαρκής διατροφή της μητέρας, κυρίως στους τρεις πρώτους μήνες της κύησης, αποτελεί αιτία νευροψυχικών ανωμαλιών, γιατί κατά το 2ο-3ο μήνα της κύησης οργανώνεται και διαφοροποιείται ο εγκεφαλικός φλοιός του εμβρύου σε μοριακές στιβάδες και
δ) ότι, ακόμη και η εποχή του έτους, κατά την οποία πραγματοποιείται η σύλληψη του εμβρύου, επηρεάζει τη μελλοντική ανάπτυξη του παιδιού.
Υπάρχει ολόκληρη σειρά επιστημονικών ερευνών, που έχουν αποδείξει ότι στα περισσότερα καθυστερημένα παιδιά ο 3ος μήνας κυοφορίας της μητέρας συμπίπτει με το θερμότερο μήνα του έτους. Αυτό συμβαίνει γιατί η διατροφή των εγκύων γυναικών, κατά τους θερινούς μήνες, είναι γενικά ελλιπέστερη και μάλιστα σε λευκοματούχες ουσίες.
Όλα αυτά αποκαλύπτουν και δηλώνουν την τεράστια σημασία του ενδομήτριου περιβάλλοντος και τη μεγάλη και σημαντική ευθύνη, που αναλαμβάνουν οι γονείς κατά την εμβρυϊκή ηλικία του παιδιού τους, για την πρόληψη ψυχοπνευματικών ανωμαλιών και την εξασφάλιση της ψυχικής τους υγείας.
Ό,τι συντελείται, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της κύησης αλλά και κατά τα πέντε πρώτα παιδικά έτη, είναι άκρως σημαντικά για τη διαμόρφωση του ατόμου. Οι ρίζες των ψυχικών διαταραχών βρίσκονται στα πρώτα έτη της ζωής του παιδιού. Η λανθασμένη συμπεριφορά των γονέων και των δασκάλων, κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών ετών, επηρεάζει σημαντικά τη μελλοντική ζωή του παιδιού. Η γνώση, συνεπώς, της περιόδου αυτής είναι πολύτιμη όχι μόνο για τον παιδαγωγό ψυχολόγο αλλά και για τους γονείς και κηδεμόνες, η μέριμνα των οποίων κυρίως καλύπτει τα έτη αυτά.
Γονείς και εκπαιδευτικοί οφείλουν να δημιουργούν στο παιδί τις συνθήκες εκείνες, που θα του εξασφαλίζουν μια κατάσταση ευφορίας, ένα συναίσθημα ευεξίας και άνεσης, μια συναισθηματική ισορροπία, τους όρους για επιτυχίες και ευτυχισμένη ζωή, για δημιουργία και κοινωνική πληρότητα. Εάν το παιδί δεν ικανοποιήσει τις λογικές προσωπικές του ανάγκες και δεν υλοποιήσει τις έλλογες επιθυμίες του, οδηγείται σε προβληματική συμπεριφορά και σε ατομική δυστυχία.
Ασφαλώς υπάρχουν διάφορες συνθήκες πρόσφορες για δυσκολοπροσαρμογή και για κλονισμό της ψυχικής υγείας του παιδιού. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι φυσικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες του περιβάλλοντος, κυρίως δε η φτώχεια, η διεσπασμένη οικογένεια, οι εσφαλμένοι χειρισμοί του παιδιού από τους γονείς, οι προβληματικές προσωπικότητες γονέων ή και δασκάλων.
Αρκετές κοινωνιολογικές έρευνες στηρίζουν την άποψη ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ πενίας και δυσκολοπροσαρμογής. Είναι δυνατό, λοιπόν, να θεωρηθεί αληθές ότι ένα περιβάλλον, με χαμηλή οικονομικοκοινωνική στάθμη, συμβάλλει στην έλλειψη προσαρμογής και, συνεπώς, στην προβληματική συμπεριφορά. Η φτώχεια είναι πιθανόν να συντελέσει στην σκλήρυνση της προσωπικότητας, στην υποβάθμιση του συναισθήματος ασφάλειας και στη δημιουργία συμπλέγματος κατωτερότητας.
Έρευνες έχουν επίσης καταδείξει ότι διεσπασμένες οικογένειες, λόγω θανάτου, διάζευξης, εγκατάλειψης ή διάστασης, υποθάλπουν συνθήκες ανατροφής παιδιών ψυχονευρωτικής φύσης. Αλλά και οι οικογένειες, που δεν είναι μεν διεσπασμένες, αλλά παρουσιάζουν χαλάρωση των συζυγικών ή άλλων οικογενειακών δεσμών ή διαπληκτισμούς και συγκρούσεις μεταξύ των μελών τους, κυρίως μεταξύ των γονέων, εκτρέφουν ασφαλώς κατάλληλο για ανάπτυξη παιδιών και ψυχωτικής ακόμη συμπεριφοράς.
Επίσης, τα ψυχικά ελαττώματα, η νευρασθένεια, η συναισθηματική αστάθεια ενός γονέα επιδρούν δυσμενώς στην ψυχική ισορροπία του παιδιού. Η ανικανότητα ή η θεληματική απροθυμία του γονέα να προσαρμοστεί και εναρμονιστεί στις απαιτήσεις της σωστής οικογενειακής ζωής αναταράζουν και κλυδωνίζουν επικίνδυνα την ομαλή πορεία του αναπτυσσόμενου ατόμου. Οι νευροπαθείς γονείς, δημιουργώντας, συχνά, ταραχές και αναστάτωση, αποδιοργάνωση και ανατροπή της ηρεμίας και ομαλότητας της οικογενειακής ζωής, αταξία, σύγχυση και θόρυβο, πληρώνουν το παιδί με αγωνία, ένταση και ανησυχία, πικρία, θλίψη και φοβία και το οδηγούν αναπόφευκτα, στη συναισθηματική ανασφάλεια, στη δυστυχία και στην αποτυχία των προσωπικών του σχέσεων. Μεγάλη σημασία έχει και το θέμα της στάσης των γονέων απέναντι στα παιδιά. Συμβαίνει παιδιά να έχουν απορριφτεί από την οικογένεια, να μην αγαπιούνται, να μην είναι παραδεκτά και να θεωρούνται σαν ανίκανα από τους γονείς τους. Εκδηλώσεις αυτής της αρνητικής και εγκληματικής στάσης είναι η υπερβολική αυστηρότητα, η αδιαφορία προς το παιδί, οι αδιάκοποι ψόγοι και επιπλήξεις, απειλές και ποινές εναντίον του, η ταπείνωση άλλων ατόμων, η καταφρονητική σύγκρισή του με άλλα παιδιά της οικογένειες, η μη προσφορά δώρων σ’ αυτό, η προτίμηση προς ένα ορισμένο παιδί κτλ. Η οδυνηρή αυτή οικογενειακή ατμόσφαιρα εκτρέφει, αναμφίβολα, συνθήκες ζωής, που οδηγούν ακάθεκτα το παιδί σε ψυχικές συγκρούσεις, με άμεσο επακόλουθο τη δημιουργία ταραγμένου συναισθηματισμού και ψυχονευρώσεων.
Δε θα πρέπει να παραλειφτεί η παρουσίαση σαν δυσμενών παραγόντων αγωγής στην οικογένεια και της μεροληπτικής μεταχείρισης και της υπερπροστασίας του παιδιού.
Η εμφανής προτίμηση των γονέων προς ένα παιδί τους προκαλεί ψυχολογική σύγχυση σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά, δηλαδή στα αδικούμενα και στο ευνοούμενο. Το ευνοούμενο γίνεται το «παραχαϊδεμένο» παιδί, το μαλθακό και άτολμο, το απρόθυμο και ολιγόψυχο, το τρυφηλό και αδύνατο, το δε αδικούμενο συνήθως εκδηλώνει ζηλοτυπία και απαρέσκεια, νευρικότητα και εριστικότητα, αποστροφή και απέχθεια. Κρίνεται λοιπόν απαραίτητο η αγάπη και η στοργή των γονέων να διανέμεται σωστά και δίκαια, σύμφωνα με τις ανάγκες, τις ψυχολογικές απαιτήσεις και την ιδιαιτερότητα κάθε παιδιού.
Είναι αναντίρρητο ότι μόνο μέσα στη ζείδωρη θαλπωρή της αγάπης θάλλει, βλαστάνει και καρποφορεί η ευτυχία, το πλέον ανθρώπινο και ευγενέστερο αγαθό. Οι γονείς επιβάλλεται να αγαπούν τα παιδιά τους. Όμως, δεν επιτρέπεται να γίνουν δούλοι τους.Η υπέρμετρη, μεγαλοποιημένη και εξωοριακή προστασία του προσφέρει πλούσιο έδαφος δημιουργίας πολλών συγκρούσεων σε βάρος της ηρεμίας, της υγείας και γενικά της ευτυχίας του παιδιού. Το υπερβολικά «χαϊδεμένο» παιδί παρουσιάζει νευρικά συμπτώματα, δηλαδή εριστικότητα, ατολμία, ανανδρία, ανησυχία, αγωνία, έλλειψη συγκέντρωσης και προσοχής. Εμφανίζει νηπιακή συμπεριφορά, νωθρότητα, υπέρμετρο εγωισμό, ανευθυνότητα. Αποφεύγει την αναμέτρηση με άλλα παιδιά και την επικοινωνία με άλλα άτομα. Γίνεται, γενικά, συναισθηματικά ανώριμο και ανίκανο για ομαλή κοινωνική προσαρμογή. Ασφαλώς ένα τέτοιο παιδί, φορτωμένο με τόσα και τέτοια μειονεκτήματα, πολύ δύσκολα θα επιπλεύσει στο σκληρό και αδυσώπητο στίβο της ζωής.
Η ευθύνη, στην προκείμενη περίπτωση, ανήκει κυρίως στις μητέρες, γιατί αυτές αναλαμβάνουν περισσότερο την υποχρέωση ανατροφής των παιδιών. Πολλές μητέρες, ακολουθώντας λανθασμένη τακτική, αποζητούν επίμονα διέξοδο και αποκατάσταση των συναισθηματικών, επαγγελματικών, κοινωνικών διαψεύσεών τους σε μια ψυχοφθόρο προσκόλληση στο παιδί τους.
Το θέμα της ορθής αγωγής των παιδιών είναι ευρύτατο, ίσως απύθμενο, δεν καλύπτεται οπωσδήποτε στα στενά όρια μιας εργασίας σαν της παρούσας. Όμως, από τις ενδεικτικές αναφορές, καταφαίνεται – και αυτός ήταν ο σκοπός – ότι οι γονείς αποτελούν θεμελιώδη παράγοντα συναισθηματικής ισορροπίας του παιδιού. Είναι τεράστια και ανεκτίμητη η συμβολή της οικογένειας στην υγεία του ψυχικού οργανισμού των παιδιών.
Η ψυχολογία επιμένει βάσιμα ότι τα αίτια των ψυχικών συγκρούσεων και συμπλεγμάτων ανατρέχουν στην προγεννητική ακόμη περίοδο και στα πρώτα έτη της ζωής του παιδιού. Πηγάζουν και αναδύονται από το ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον, τις άστοχες συναισθηματικές στάσεις, την απροστάτευτη, αφρόντιστη και εγκαταλειμμένη παιδική ζωή.
Η οικογένεια, συνεπώς, οφείλει να περιβάλλει το παιδί με στοργή και αγάπη, οι γονείς επιβάλλεται να ζουν αρμονικά και να αποφεύγουν τις προστριβές και τους διαπληκτισμούς, τις αψιμαχίες και διενέξεις. Στο οικογενειακό περιβάλλον, πρέπει να κυριαρχεί η χαρά και η αμοιβαία κατανόηση, η ενθάρρυνση και η εμψύχωση. Τότε κάθε θαμπάδα του παρελθόντος, κάθε επισκίαση του παρόντος και κάθε σκοτείνιασμα του μέλλοντος θρυμματίζεται από την τρυφερότητα, την αφοσίωση και το πνεύμα θυσίας της οικογένειας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Όσβαλτ Κολλέ, Γνώρισε το παιδί σου, σελ. 19.
2. Ιωάννη Χαραλαμπόπουλου, Γενική Παιδαγωγική, Αθήναι, 1973, σελ. 220.
Ζάκυνθος, Οκτώβριος 1982
Δημοσιεύτηκε στην ετήσια εικονογραφημένη επιθεώρηση «ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΄82»