Η ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Οντολογικό γνώρισμα κάθε γήινης ύπαρξης είναι η ευθραυστότητα και η ασθενική δόμησή της. Η ψυχική ζωή του ανθρώπου παρουσιάζει διαταραχές, είναι οι ψυχικές αρρώστιες, που αναφαίνονται σ’ όλες τις λειτουργίες του. Ταλαιπωρούν το άτομο και μειώνουν την ικανότητα ψυχικής απόδοσης, ενώ οι περισσότερο έντονες κάνουν το άτομο ανίκανο να ενταχτεί στην κοινωνική ζωή.

Ποικίλες έρευνες, στα νεότερα χρόνια, κατέδειξαν ότι ζωή σύμφωνη προς την ψυχοσύνθεσή μας αποτελεί δυνατότητα πρόληψης πολλών ψυχικών ασθενειών. Τονίστηκε έτσι η ανάγκη εφαρμογής ψυχικής υγιεινής, όπως ακριβώς ασκείται υγιεινή του σώματος. Η απαίτηση αυτή είναι παλαιά. Ο Σωκράτης θεωρούσε την παιδεία, που υιοθετούσε το σωστό τρόπο ζωής, «ως θεραπείαν ψυχής», τη δε αμάθεια «ως νόσον και αίσχος ψυχής». Η άποψή του αυτή θεωρείται σωστή και πάλι σήμερα οπότε η ταραχή και η τύρβη του πολυσχημάτιστου τεχνικού πολιτισμού προκαλούν ψυχικές επιδράσεις στον άνθρωπο, που απειλούν την ακεραιότητα και πληρότητα της ζωής των ατόμων. Ο ψυχολόγος Κων/νος Τσιμούκης γράφει σχετικά: «Συχνά η πίεση των προβλημάτων της ζωής αποδεικνύεται να είναι μεγαλύτερη της ικανότητός του να τ’ αντιμετωπίση, και γι’ αυτό καταφεύγει στον ψυχολόγο ή τον ψυχίατρο για βοήθεια. Είναι πλέον γεγονός ότι η ταχύτητα, την οποία έχει η εξέλιξη, στο δυναμικό κόσμο που ζούμε, είναι μεγαλύτερη από τη δυνατότητα του ανθρώπου να προσαρμοστεί στις αλλαγές που προκαλεί αυτή». (1)

Πράγματι σε κάθε όψη της ζωής διακρίνουμε ανήσυχους, αγωνιώδεις και ταραγμένους ανθρώπους, εξαιτίας της δύσκολης αντιμετώπισης των καθημερινών προβλημάτων, που φαίνονται και ίσως αληθινά είναι τόσο δυσεπίλυτα.

Πολυσήμαντη και απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση για την παραγωγικότητα και δημιουργικότητα του ανθρώπου είναι όχι μόνο η σωματική αλλά και κυρίως η ψυχική υγεία του. Αυτή εξασφαλίζει τους ευνοϊκούς όρους μέσα στο ίδιο το άτομο, για επιτυχίες και ευτυχισμένη ζωή, για δημιουργία και κοινωνική πληρότητα.

Ιδιαίτερα οι κατάλληλες συνθήκες της ψυχικής υγείας διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία του αναπτυσσόμενου ατόμου προς την ωριμότητα και την ολοκλήρωσή του. Συνεπώς, η υγεία της ψυχής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σχολικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται και καλλιεργούνται οι μαθητές.

Η ψυχική υγεία δε σημαίνει μόνο την έλλειψη της ψυχικής αρρώστιας. Δηλώνει κυρίως μια κατάσταση ευφορίας, ένα συναίσθημα ευεξίας και άνεσης στο άτομο, ώστε τούτο, χωρίς δυσκολίες και εμπόδια ή με την υπερκέρασή τους, γίνεται συνεχώς περισσότερο ώριμο, αναπτύσσεται όχι μόνον σαν υλικός οργανισμός αλλά και σαν μια ψυχική και πνευματική πραγματικότητα.

Η συναισθηματική υγεία του μαθητή εξασφαλίζει τις βασικές ευνοϊκές προϋποθέσεις, με τις οποίες πραγματώνονται οι επιδιώξεις της αγωγής. Επιπλέον, εφόσον η ψυχική υγεία υποδηλώνει την υγιή νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, τότε αυτή δε θεωρείται απλώς σαν ένα μέσον με το οποίο πραγματοποιούνται οι σκοποί της αγωγής, αλλά γίνεται μια σημαντική λειτουργία της παιδείας. Η αγωγή οφείλει να κατατείνει, συνεχώς και αδιαλείπτως, στη διαμόρφωση ψυχικά υγιών ώριμων ατόμων. Ευνόητο είναι ότι, εάν οι μαθητές διακρίνονται για τη συναισθηματική τους ισορροπία, η μάθηση γίνεται εφικτή και αποτελεσματική και επιτυγχάνονται οι επιδιώξεις της αγωγής.

Κρίνεται λοιπόν ωφέλιμο να εξετάσουμε τα αίτια της δυσκολοπροσαρμογής.

Για να μπορέσει το άτομο ν’ αναπτυχθεί ομαλά, είναι απαραίτητο να ικανοποιήσει τις λογικές προσωπικές του ανάγκες και να υλοποιήσει τις έλλογες επιθυμίες του. Σε αντίθετη περίπτωση οδηγείται ακάθεκτα σε προβληματική συμπεριφορά και σε ατομική δυστυχία. Αναμφίβολα υπάρχουν ποικίλες συνθήκες εκτός του σχολικού χώρου αλλά και εντός αυτού, πρόσφορες για δυσπροσαρμογή και κλυδωνισμό της ψυχικής υγείας.

Κατά τον Εκπ/κό Σύμβουλο Κων/νο Πασσάκο, «αι συνθήκαι αυταί θα ηδύνατο να διακριθούν μεταξύ προσωπικών, του ιδίου του ατόμου, και εξωτερικών, ήτοι εκτός του ατόμου, του περιβάλλοντός του. Εις τους τελευταίους αυτούς περιλαμβάνονται γενικώτερον οι φυσικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες του περιβάλλοντος, ειδικώτερον όμως η πενία, διεσπασμένη οικογένεια, εσφαλμένη χειρισμοί του παιδιού υπό των γονέων, προβληματικαί προσωπικότητες γονέων ή και διδασκάλων». (2)

Πολλές κοινωνιολογικές έρευνες έχουν επισημάνει την αλληλεξάρτηση μεταξύ πενίας και δυσκολοπροσαρμογής. Φυσικά δεν είναι ορθό να ισχυριστούμε ότι όλα τα παιδιά, που ζουν σε οικογενειακά περιβάλλοντα στερούμενα οικονομικών, κοινωνικών και μορφωτικών ερεισμάτων, θα γίνουν δυσκολοπροσάρμοστα. Είναι, όμως, δυνατό να υποστηριχτεί ότι ένα περιβάλλον με χαμηλή οικονομικοκοινωνική στάθμη υποβοηθεί την έλλειψη προσαρμογής, και, συνεπώς, την προβληματική συμπεριφορά. Πολλοί ερευνητές, όπως οι PLANT, LEWIN, και άλλοι, που ασχολήθηκαν με τις επιδράσεις που ασκεί η πενία στην ψυχική υγεία του ατόμου, κατέδειξαν, γράφει ο παιδαγωγός και ψυχολόγος Ι. Χαραλαμπόπουλος, ότι η πενία είναι δυνατό να επιφέρει σκλήρυνση της προσωπικότητας, να προκαλέσει στο παιδί συναίσθημα ανασφάλειας και να δημιουργήσει σύμπλεγμα κατωτερότητας. Έτσι, το παιδί, εξαιτίας της μεγάλης πενίας, είναι δυνατό να αντιδρά με απάθεια στα ποικίλα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, να καταληφθεί από ανησυχία, αγωνία ή πανικό και να κατατρύχεται από συναισθήματα μειονεκτικότητας. (3)

Επίσης, από έρευνες έχει αποκαλυφτεί ότι διεσπασμένες οικογένειες λόγω θανάτου, διάζευξης, εγκατάλειψης και διάστασης, εκτρέφουν συνθήκες ακατάλληλες για μια ομαλή προσαρμογή των παιδιών, σαφώς πολυαριθμότερες εκείνων των σταθερών οικογενειών. Αλλά και οι οικογένειες, που δεν είναι διεσπασμένες, αλλά χαρακτηρίζονται για τη χαλάρωση των συζυγικών και άλλων οικογενειακών δεσμών ή κυριαρχούν συγκρούσεις μέσα σ’ αυτές, κυρίως μεταξύ των γονέων, αναπόφευκτα δημιουργούν ατμόσφαιρα κατάλληλη για την ανάπτυξη δυσπροσάρμοστων παιδιών.

Ακόμη, τα ψυχικά ελαττώματα, η νευροπάθεια, η συναισθηματική αστάθεια και ανισορροπία ενός γονέα ασκούν δυσμενή επίδραση στην ψυχική υγεία του παιδιού. Η κακή προσαρμογή του γονέα προς τις απαιτήσεις της οικογενειακής ζωής ή προς τον ίδιο τον εαυτό του επηρεάζουν δυσμενώς την πορεία του αναπτυσσόμενου ατόμου. Οι νευρωτικοί γονείς, που δημιουργούν συχνά ταραγμένη οικογενειακή ατμόσφαιρα και αποδιοργάνωση, γεμίζουν το παιδί με αγωνία, ένταση και ανησυχία και προκαλούν σ’ αυτό συναίσθημα ανασφάλειας, με πολλαπλές επιβλαβείς και επικίνδυνες για την ψυχική ισορροπία του παιδιού συνέπειες.

Θα πρέπει να τονιστεί, ακόμα, το σημαντικό θέμα των στάσεων των γονέων απέναντι στα παιδιά. Υπάρχουν μαθητές, που έχουν απορριφτεί από το οικογενειακό περιβάλλον, δεν αγαπιούνται, δεν είναι αποδεκτοί και δεν αναγνωρίζονται σαν αξίες εκ μέρους των γονέων τους. Μορφές αυτής της αρνητικής και επικίνδυνης στάσης είναι η υπερβολική αυστηρότητα, η παραμέληση του παιδιού, οι συνεχείς μομφές και επιπλήξεις, απειλές και ποινές εναντίον του, η ταπείνωση μπροστά σε άλλα πρόσωπα, η χλευαστική σύγκρισή του με άλλα παιδιά της οικογένειας, η μη προσφορά δώρων σ’ αυτό, η εκδήλωση προτίμησης προς ένα ορισμένο παιδί, κ.τ.λ. Είναι επόμενο ότι αυτές οι συνθήκες ζωής του παιδιού βομβαρδίζουν τον ψυχισμό του με δυσμενείς επιδράσεις και δεν του επιτρέπουν ν’ αναπτύξει ομαλό συναισθηματικό κόσμο, με άμεσο επακόλουθο την εκδήλωση, μέσα στο σχολείο ή σε άλλους τομείς, ψυχολογικών προβλημάτων και δυσπροσαρμοστίας.

Ένας τέτοιος άτυχος μαθητής οδηγείται σε συναισθηματική απομόνωση, σε δυσπιστία προς τους ανθρώπους και σε απογοήτευση. Αγωνίζεται, όμως, απεγνωσμένα στο σχολείο να πετύχει την πλήρωση του κενού της ψυχής του, που του έχουν δημιουργήσει στο σπίτι του. Εδώ έγκειται και η σπουδαιότητα του ρόλου του δασκάλου, ως καθοδηγητή των μαθητών του. Ο δυσκολοπροσάρμοστος αυτός μαθητής πολύ υποβοηθείται στην προσπάθειά του για ομαλή προσαρμογή, αν ο δάσκαλός του του δείξει αποδοχή και αγάπη, αν του εμφυσήσει τη βεβαιότητα ότι αποτελεί ένα αξιόλογο πρόσωπο του σχολείου και τον βοηθήσει ν’ ανακαλύψει τις προσωπικές του ικανότητες, να τις αναπτύξει κατάλληλα και να τις χρησιμοποιήσει σωστά για την πραγμάτωση σκοπών, ικανοποιητικών γι’ αυτόν και εποικοδομητικών για το κοινωνικό σύνολο.

Άλλοι δυσμενείς παράγοντες της αγωγής στην οικογένεια, που προκαλούν ψυχικές συγκρούσεις και δυσπροσαρμοστία είναι η μεροληπτική μεταχείριση και η υπερπροστασία του παιδιού. Γονείς, εκδηλώνοντας απροκάλυπτα την προτίμησή τους προς ένα ορισμένο παιδί τους, δημιουργούν ψυχικές εντάσεις σε όλα τα παιδιά τους, δηλαδή στα αδικούμενα και στο ευνοούμενο. Ο παιδαγωγός και ψυχολόγος Ι. Χαραλαμπόπουλος αναφέρει σχετικά: «Το ευνοούμενο παιδί είναι δυνατόν να αναπτύξη – εις μικρότερον βεβαίως βαθμόν – τα χαρακτηριστικά του «παραχαϊδεμένου» παιδιού. Τα αδέλφια του, όμως, είναι πρακτικώς βέβαιον ότι θα εκδηλώσουν συναίσθημα ζηλοτυπίας. Ένεκα της μεροληπτικής συμπεριφοράς των γονέων, το αδικούμενο παιδί συχνά εκδηλώνει προς τους γονείς του, και κατ’ επέκτασιν και προς τους άλλους, αρνητισμόν, νευρικότητα, εριστικότητα και επιθετικότητα». (4)

Είναι λοιπόν αναγκαίο η αγάπη και η στοργή των γονέων να κατανέμεται ορθολογιστικά και κυρίως δίκαια, σύμφωνα δηλαδή με τις ανάγκες κάθε παιδιού χωριστά.

Η αγάπη είναι από τα ευγενέστερα και πλέον ανθρώπινα συναισθήματα. Η ζείδωρη ακτινοβολία της είναι απαραίτητη για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Όλοι οι γονείς επιβάλλεται να αγαπούν το παιδί τους. απ’ αυτό, όμως, δεν έπεται ότι πρέπει να γίνουν δούλοι του. Η υπερβολική και εξωοριακή προστασία του αποτελεί νοσηρή στάση. Ένας ασφαλής τρόπος για να γίνει το παιδί δυστυχισμένο είναι να του ικανοποιούμε όλες τις επιθυμίες του, να ενδίδουμε σ’ όλες τις ορέξεις και απαιτήσεις του. Το πάθος, όσο πληρέστερα ικανοποιείται, τόσο περισσότερο γιγαντώνεται. Ο Α.Σ. ΝΗΛ γράφει: «Οι γονείς πρέπει να κάνουν ορισμένες θυσίες προκειμένου να ζήσουν τα παιδιά σύμφωνα με τη δική τους εσωτερική φύση. Λογικοί γονείς βρίσκουν τον τρόπο να κάνουν συμβιβασμούς. Απεναντίας οι αρρωστημένοι θα χρησιμοποιήσουν βία ή θα κακομάθουν τα παιδιά τους, παραχωρώντας τους όλα τα δικαιώματα». (5)

Το υπερβολικά «χαϊδεμένο» παιδί παρουσιάζει νευρικά συμπτώματα, δηλαδή δειλία ή επιθετικότητα, ανησυχία, αγωνία, έλλειψη συγκέντρωσης και προσοχής κ.λ.π. Εκδηλώνει επίσης νηπιακή συμπεριφορά (ζήτηση περιττής βοήθειας, εύκολο κλάμα, θηλασμός δακτύλων, ενούρηση , έκρηξη θυμού, παροξυσμός νεύρων κ.ά), εμφανίζει οκνηρία, φιλαυτία, έλλειψη ευθύνης, αποφεύγει το συναγωνισμό με άλλα παιδιά και την αναστροφή με άλλα άτομα. Γενικά παρουσιάζει συναισθηματική ανωριμότητα και έλλειψη κοινωνικής προσαρμογής. Ο SYMONDS Ρ.Μ. λέγει: «Το υπερβολικώς προστατευόμενον παιδί έχει μίαν πενιχράν κοινωνικήν προσαρμογήν». Η μακρόχρονη και τέλεια εξάρτηση από τους γονείς του, ιδιαίτερα από τη μητέρα του, το κάνει ανίκανο να λύνει με δική του πρωτοβουλία και ευθύνη τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Είναι νευρικό, εγωπαθές, έχει ονειροπωλήσεις, ενοχλεί τους άλλους, είναι προκλητικό και εριστικό. Έτσι, το παραχαϊδεμένο παιδί, μ’ αυτά τα μειονεκτήματα, είναι βέβαιο ότι δύσκολα θα διακριθεί στη μετέπειτα ζωή. Η ευθύνη, στην προκειμένη περίπτωση, βαρύνει περισσότερο τις μητέρες, γιατί αυτές κυρίως αναλαμβάνουν την υποχρέωση ανατροφής των παιδιών. Πολλές, λοιπόν, μητέρες αναζητούν εσφαλμένα διέξοδο των συναισθηματικών, επαγγελματικών, κοινωνικών διαψεύσεών τους σε μια παθογόνο προσκόλληση στο παιδί. Μια τέτοια μητέρα, τονίζει ο παιδαγωγός Π. Κοροντζής, «ανατρέφει ανάγωγα και ατίθασα παιδιά, τα οποία ζουν δια να πράττουν ό,τι θέλουν και ουχί ό,τι οφείλουν». (6)

Είναι, συνεπώς, αυτονόητο ότι ο υπερπροστατευόμενος από τους γονείς του μαθητής έχει απόλυτη ανάγκη κοινωνικοποίησης. Πρέπει να βοηθηθεί από το σχολικό περιβάλλον να αναλάβει ευθύνες, να αποβάλει τις νηπιώδεις αντιδράσεις και να οπλιστεί με συναισθηματική ισορροπία.

Βασική αιτία δυσπροσαρμοστίας είναι επίσης η ατυχής και άστοχη παρουσίαση του σχολείου από τους γονείς στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας σαν χώρου τιμωρίας και βασάνων. Αντίθετα, η ορθή και εύστοχη τακτική επιβάλλει την προβολή του σχολικού χώρου σαν κήπου της Εδέμ, όπου βασιλεύει η αγάπη και πρυτανεύει η χαρά και η ευτυχία. Έτσι, αποφεύγεται ή τουλάχιστον απαλύνεται η ταραχή της ψυχής, η ένταση των νεύρων και η αποκορύφωση της αγωνίας, κατά την πρώτη κρίσιμη μετάβαση του παιδιού στο σχολείο. Η είσοδος στο σχολείο πιθανόν να είναι έντονη δοκιμασία ιδιαίτερα για μερικά παιδιά ευέξαπτα και ανώριμα πνευματικά, τα οποία είναι ακόμα στενά προσκολλημένα στη μητέρα τους. Εάν ο δάσκαλος δεν αντιμετωπίσει σοβαρά και κατάλληλα την κατάσταση αυτή, μπορεί να εμφανιστούν σοβαρότερα συμπτώματα επιθετικότητας, υπερκινητικότητας, νευρικότητας, ακράτειας ούρων ή και περιττωμάτων και να συνεχίζεται μια αποκαρδιωτική και ανησυχητική κατάσταση δυσπροσαρμοστίας, η οποία σταθερά θα οδηγήσει σε εντονότερες ψυχικές συγκρούσεις και ανωμαλίες.

Η έλλειψη συναισθηματικής ισορροπίας των μαθητών δεν οφείλεται μόνο στο οικογενειακό πλαίσιο. Είναι δυνατό και το σχολείο να δημιουργεί συνθήκες και περιστάσεις, που να κλονίζουν την ψυχική υγεία των μαθητών και να συντελούν ώστε ο μαθητής να αισθάνεται ακόμη και αποστροφή προς το σχολείο.

Η σχολική ζωή πρέπει να οργανώνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνεται η ευκαιρία σ’ όλους τους μαθητές να δοκιμάζουν επιτυχίες σε διάφορους τομείς της μάθησης. Αντίθετα, αν το σχολείο επιδιώκει να δημιουργήσει αγχώδη ατμόσφαιρα με έξαρση επί του ανταγωνισμού της βαθμοθηρίας και επί του προβαδίσματος της σχολικής επίδοσης, τότε αποβαίνει παράγοντας της δυσκολοπροσαρμογής των τροφίμων του και ψυχικών συγκρούσεων σ’ αυτούς.

Το σύστημα συνεχών εξετάσεων, οι επίμονες και άτεγκτες απαγορεύσεις και αρνήσεις, ως και η υπερβολική απαίτηση συμμόρφωσης των μαθητών με αυστηρότητα και απαρέγκλιτα προς όλα όσα καθορίζει το σχολείο προκαλούν ποικίλες μορφές προβληματικής συμπεριφοράς των μαθητών. «Βεβαίως», γράφει ο Εκπ/κός Σύμβουλος Κων/νος Πασσάκος, «δεν παραγνωρίζεται το ότι ένας βαθμός συμμορφώσεως εις εξωτερικάς επιταγάς και ρυθμίσεις είναι απαραίτητος εις το σχολείο. Αλλ’ η αυστηρότης και ακαμψία του παιδαγωγού, δια τυφλήν συμμόρφωσιν εις όλα, αποτελεί μίαν υπερβολικήν πίεσιν επί της ατομικότητος, που αναστέλλει την αυθορμησίαν και το διαφέρον και ενθαρρύνει την απάθειαν και αποθάρρυνσιν εις τους μαθητάς». (7)

Ακόμη το διαφέρον των μαθητών για μάθηση υποστέλλεται και η ψυχική γενικά υγεία αυτών υπονομεύεται από τον εύκολο και επιπόλαιο χαρακτηρισμό των μαθητών ως «κακών», «ηλιθίων», «βλακών», κ.λ.π.

Σημαντικότερος, τέλος, του σχολικού χώρου παράγοντας ψυχικής υγείας των μαθητών είναι ο ίδιος ο δάσκαλος. Εάν αυτός δεν έχει επιτύχει ομαλή ψυχολογική προσαρμογή, αλλά κατέχεται από άλυτα προσωπικά προβλήματα, δε θα μπορεί να κυριαρχήσει του εαυτού του, θα εκδηλώνει υπερβολική συναισθηματική ευαισθησία, αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες της τάξης, με άμεσο επακόλουθο τη μετάδοση της κατάστασης αυτής της αγωνίας και της νευρικότητας στους μαθητές του. «Το πρώτο καθήκον του παιδαγωγού», γράφει ο ψυχίατρος Α. Ασπιώτης, «έναντι του μαθητού του είναι να τακτοποιήσει την ιδικήν του προσωπικήν ζωήν εις τρόπον ώστε να έχη αρκετήν ηρεμίαν, ανεκτικότητα, χιούμορ, ακόμη και ζωηρό ενδιαφέρον εις την καθημερινήν περιπέτειαν». Επίσης ο Δ/της Παιδ. Ακαδημίας Ν. Πετρουλάκης σημειώνει: «Ο διδάσκαλος δέον να επιτύχη, οπωσδήποτε, την ωλοκληρωμένην προσαρμογήν του, ίνα δυνηθή ακολούθως να βοηθήση τους δυσκολοπροσάρμοστους μαθητάς του να επανεύρουν την ψυχικήν των υγείαν». (8)

Μια ακόμη αιτία δημιουργίας ψυχικής έντασης και δοκιμασίας του ψυχισμού των μαθητών είναι η ανάθεση πολλών σχολικών εργασιών στο σπίτι.

Η τέτοια υπερφόρτωση των μαθητών, σε συνδυασμό με την απασχόλησή τους σε άλλους τομείς μόρφωσης, αθλοπαιδιών, κοινωνικών δραστηριοτήτων, όπως στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και μουσικής, στον προσκοπισμό κ.λ.π., αποτελεί, αναντίλεκτα, σοβαρή δοκιμασία, που οδηγεί σε ψυχικές ανωμαλίες και συναισθηματικό αποπροσανατολισμό. Δε θα είναι υπερβολή αν παραδεχτούμε ότι οι ευφυείς μαθητές δυνατόν να παρουσιάζουν , για το λόγο αυτό, προβλήματα προσαρμογής, γιατί θα υποφέρουν, αφού, εξαιτίας έλλειψης επαρκούς χρόνου, δε θα μπορούν να δράσουν και να αποδώσουν όσο οι δυνατότητές τους απαιτούν. Συνεπώς, η ανάθεση στους μαθητές σχολικών εργασιών στο σπίτι, επιβάλλεται να περιορίζεται στο ελάχιστο, τόσο ώστε απλώς να διατηρείται επαφή των μαθητών με τη σχολική διαδικασία, διαφορετικά το σχολείο αποβαίνει παράγοντας δυσπροσαρμοστίας των τροφίμων του.

Εκτός από τις καταστάσεις οικογένειας και σχολείου, υπάρχουν καταστάσεις προσωπικές, μέσα στον ίδιο το μαθητή, που ασκούν δυσμενή επίδραση στην ψυχική του υγεία και προκαλούν δυσκολοπροσαρμογή.

Μια απ’ αυτές είναι τα συναισθήματα ανασφάλειας. Μαθητές, που αντιμετωπίζουν απόρριψη ή υποτίμηση από το περιβάλλον, χάνουν το αίσθημα ασφάλειας. Διακατέχονται από δισταγμό ή δειλία, δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες μέσα στην τάξη, αποφεύγουν να μιλούν και γενικά δεν κινούνται άνετα και θαρρετά. Η απαλλαγή του μαθητή από τα συναισθήματα ανασφάλειας δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση, όμως ο παιδαγωγός μπορεί να πετύχει θετικά αποτελέσματα, αν πλησιάσει το μαθητή με ειλικρινές ενδιαφέρον και αν δείξει ότι πιστεύει στις ικανότητες και στην αξία του. Πολύ αποτελεσματικό είναι να αναθέσει στο μαθητή δραστηριότητες στις οποίες, λόγω φυσικών κλίσεων και ενδιαφερόντων, μπορεί να διακριθεί (αθλητισμός, μουσική, κοινωνικές δραστηριότητες κ.ά)

Επίσης, προβλήματα προσαρμογής μπορεί να προκληθούν και από το αίσθημα μειονεκτικότητας, το οποίο εμπεριστατωμένα μελέτησε ο A. ADLER. Κατ’ αυτόν, η ανικανότητα του ατόμου να ικανοποιήσει την τάση του για υπεροχή, επικράτηση και ανεξαρτησία τού δημιουργεί τελικά το σύμπλεγμα κατωτερότητας. Ο Δρ. AXELE γράφει: «Το παιδί, που υποφέρει από συναίσθημα κατωτερότητας, συχνά παίρνει το ύφος μεγάλου, δυνατού ανθρώπου, γκρινιάζει, καυχάται, περιαυτολογεί, μιλά από περιωπής ή κοροϊδεύει τα μεγαλύτερα απ’ αυτό παιδιά, παριστάνει τον σοβαρό και σπουδαίο. Με πείσμα επιμένει να ξεγελά τον εαυτό του για την δυναμικότητά του  και την ανεξαρτησία του στη ζωή». (9) Είναι δυνατό το συναίσθημα τούτο να έχει τις ρίζες του σ’ ένα ορισμένο σωματικό ή ψυχικό μειονέκτημα ή σε ταπεινή καταγωγή. Στις περιπτώσεις αυτές, καταστρεπτική είναι η σύγκριση του παιδιού με άλλα άτομα, αδέλφια του ή συνομηλίκους του, όπως ακόμη και ο με οποιοδήποτε τρόπο εμπαιγμός ή χλευασμός του. Μαθητές, που κατατρύχονται και βασανίζονται από τέτοια συναισθήματα, πρέπει να γίνονται αποδεκτοί χωρίς επιφυλάξεις, να μη συγκρίνονται, να επαινούνται και να επιδοκιμάζονται, και να αναλαμβάνουν, με παρότρυνση και ενθάρρυνση του δασκάλου, σχολικές εργασίες, τις οποίες μπορούν να πραγματοποιήσουν με επιτυχία.

Μερικές περιπτώσεις δυσκολοπροσαρμογής οφείλονται στα συναισθήματα εχθρότητας. Η εχθρική διάθεση των μαθητών δυνατόν να εκδηλωθεί με την καταστροφή άψυχων πραγμάτων και κυρίως αντικειμένων της ιδιοκτησίας του σχολείου, εγχάραξη θρανίων, θραύση υαλοπινάκων κ.τ.λ. Η απόρριψη, η περιφρόνηση, η μομφή ή η τιμωρία του μαθητή δεν οδηγούν σε διευθέτηση της κατάστασης. Αντίθετα, συνεπάγονται περιπλοκή και ένταση των συναισθημάτων εχθρότητας. Πρόσφορο και τελεσφόρο μέσο θεωρείται η παροχή ευκαιριών, ώστε με διάφορες δραστηριότητες να αποβάλλεται η εχθρότητα και να καλλιεργείται η φιλική διάθεση και τα ειρηνικά αισθήματα. Επωφελής και εποικοδομητική κρίνεται, επίσης, και η προσωπική συνέντευξη, όπου, μέσα σε ατμόσφαιρα απόλυτης κατανόησης και πλήρους αποδοχής του δυσκολοπροσάρμοστου μαθητή, θα εκδηλωθούν αισθήματα αγάπης προς αυτόν, θα τονιστούν και θα αναγνωριστούν οι αποδεκτές ενέργειές του και θα βοηθηθεί ν’ ανακαλύψει τις προσωπικές του ικανότητες, ώστε να τις αναπτύξει και χρησιμοποιήσει κατάλληλα και επωφελώς για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο. Παρεμφερές αίτιο εμπλοκής του ατόμου σε δυσκολίες, συγκρούσεις και στενοχώριες είναι τα συναισθήματα ενοχής. Ο παρατηρητής των σύγχρονων συγκρούσεων του ψυχικού οργανισμού και των συγκινησιακών ακαταστασιών τονίζει ότι χιλιάδες καλοπροαίρετων ανθρώπων συνταράσσονται σήμερα από ψυχικό άλγος και από πολλές νευρικές ανωμαλίες, γιατί η συνείδηση είναι τραυματισμένη και λειτουργεί ανώμαλα από τα συναισθήματα ενοχής. Η περιδεής συνείδηση δε θάλλει στην ελευθερία, δεν ακμάζει στα αληθινά και γνήσια πρότυπα των υγιών ψυχικών βιωμάτων της προσωπικότητας, αλλά δουλεύει στις ανάγκες του άρρωστου και τραυματισμένου ανθρώπινου εγώ. Το σύμπλεγμα συνείδησης προκαλεί έλλειψη εσωτερικής αρμονίας και ενότητας, επιφέρει συναισθηματική διάσπαση και, συνεπώς, συσσωρεύει ακαρπία και κενότητα. Τα αισθήματα ενοχής οφείλονται σε μια μειωτική αντίληψη του ατόμου για τον εαυτό του. Με τα συναισθήματα αυτά, το άτομο επιδιώκει, έμμεσα, την αυτοτιμωρία για όσα λαθεμένα αποδίδει σωστά ή όχι, στον εαυτό του. «Αισθήματα ενοχής», λέγει ο MEADER, «είναι φαινόμενα, τα οποία συνοδεύουν και ακολουθούν ορισμένες αποφάσεις και πράξεις, όταν αυτές δεν συμφωνούν με μία εσωτερική στάσιν ελέγχου και κατευθύνσεως».

Επόμενον είναι ο ψυχικός κόσμος του ατόμου, με τα συναισθήματα ενοχής, να ταράσσεται από κύματα πάθους. Η ψυχή θεραπεύεται από το άλγος της, όταν το άτομο απαλλαγεί από τα συναισθήματα αυτά και δεν προκαλούν πλέον εξελκώσεις ως δηλητηριώδης ιός. Η Χριστιανή Ηθική βοηθεί τον άνθρωπο να απαλλαγεί από την περιδεή  συνείδηση και να βαδίσει ελεύθερος προς την άνθηση της προσωπικότητάς του. Ηθική ζωή υπάρχει μέσα στην Εκκλησία, με την κοινωνία των Μυστηρίων αυτής, γιατί εκεί υπάρχει αναγέννηση. Ο έκτ. καθηγητής Παν/μίου Βονν και εντ. Υφηγητής Παν/μίου Αθηνών Μέγας Φαράντος γράφει: «Η Χριστιανική Ηθική εξάγει τον άνθρωπον εκ της μονώσεως και της μοναξιάς του και φέρει αυτόν εις σχέσιν και συνάντησιν προς τον συνάνθρωπον». (10)

«Μόνο ένα παιδί, που επιθυμεί να συνεισφέρει εις το σύνολον», γράφει ο A. ADLER, «και που δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις ψυχικές συγκρούσεις και να φωτίσει τη συνείδηση με όλη την ψυχική και πνευματική υπόστασή του, ώστε να καταστεί αυτή ένα όργανο συνολικής και αρμονικής εκδήλωσης της ζωής του. Πρέπει να συνηθίσουμε το μαθητή να μην κατασπαταλά και εκδαπανά την πνευματική του ζωή για το «άνηθον και το κύμινον», αλλά να θεραπεύει τα «βαρύτερα του νόμου», την αγάπη, την τιμιότητα, την αλληλεγγύη, την αληθινή και ανιδιοτελή εξυπηρέτηση. Μέσα στο «κοσμικό» περιβάλλον, αυτό θα αποτελεί μια ενεργητική αντιμετώπιση της πτώσης και του συμπλέγματος της συνείδησης, θα είναι μια πνευματική ανάταση στη θεία ατμόσφαιρα της Βασιλείας των Ουρανών, που θα αρχίσει να εκκολάπτεται «εντός ημών».

Ο ψυχίατρος Α. Ασπιώτης σημειώνει: «Γενικώς δε, δια την αντιμετώπισιν των δυσκολιών αυτών της περιδεούς συνειδήσεως, θα μας βοηθήσει η επαφή με την αληθινή πραγματικότητα, ο υγιής πνευματικός αγών, η επικοινωνία με πραγματικούς πνευματικούς ηγέτας και η ισορρόπησις δια της εκμαθήσεως της τέχνης του ζην κατά τρόπόν απλούν και ανεπιτήδευτον». (11) Έτσι θα καταστείλουμε και θα υποτάξουμε τα αισθήματα ενοχής και, συνεπώς, θα αποφύγουμε την υποδούλωση, την κατάπνιξη και την ατροφία του οργάνου της συνείδησης, με άμεσο επακόλουθο την εδραίωση της ψυχικής υγείας, της πνευματικής ευεξίας και ευφορίας και την παγίωση συναισθηματικής δύναμης.

Μια άλλη αιτία φθοράς και υπονόμευσης της ψυχικής υγείας των μαθητών είναι οι ψυχολογικές συγκρούσεις, εφόσον είναι έντονες και επαναλαμβάνονται συχνά. Σύγκρουση νιώθει ο μαθητής, όταν του υπόσχονται αμοιβή, εάν κατορθώσει κάτι, το οποίο, όμως, ξεπερνά τις δυνατότητές του. Τότε, για να κερδίσει την αμοιβή, αναγκάζεται να επιστρατεύσει ανεπίτρεπτα μέσα, όπως το ψεύδος, την απάτη, το δόλο, την πλάνη, κ.ά., στοιχεία, τα οποία προκαλούν άγχος, ψυχικό άλγος, έμμονη αγωνία και αυτοπεριφρόνηση και φυσικά παραλύουν την προσωπικότητα. «Μια ειδική περίπτωσις σφοδράς συγκρούσεως», τονίζει ο Εκπ/κός Σύμβουλος Κων/νος Πασσάκος, «συμβαίνει εις τους μαθητάς, από τους οποίους ζητείται από τους διδασκάλους των να παρέχουν πληροφορίας περί της συμπεριφοράς συμμαθητών των». (12) Η ενέργεια αυτή αποτελεί ανεπίτρεπτη και κατάκριτη αντιπαιδαγωγική πράξη και σωστά έχει εξοβελιστεί και εκβληθεί από το σχολικό χώρο.

Οι ψυχικές οδύνες και ταραχές οξύνονται από τα αισθήματα μειονεκτικότητας του μαθητή, που εκπορεύονται από το γεγονός ότι αυτός δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις υψίβατες προσδοκίες των γονέων και δασκάλων του. Επιβάλλεται, λοιπόν, για την προάσπιση της συναισθηματικής ισορροπίας του μαθητή, να τον φέρουμε σε επαφή με εσώτερες αξίες, που τον οπλίζουν με υπερατομικά κριτήρια εκτίμησης του εαυτού του σε σχέση με το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον του, ώστε να έχει μια σφαιρική και πανοραματική ενατένιση της πραγματικότητας, που απλώνεται μέσα του και πέραν του εύθικτου εγώ. Έτσι, ο νεαρός μαθητής ακολουθεί τη σωστή κατευθυντήρια γραμμή, εκτιμά τον εαυτό του σύμφωνα με την πραγματική του αξία, δε βαυκαλίζεται με απατηλά όνειρα, δε θίγεται, δεν προσβάλλεται, δε συνταράσσεται ψυχικά, με όσα συμβαίνουν στο στίβο της ζωής, γιατί εσωτερικά στηρίγματα, αξίες και κριτήρια, οικοδομημένα πάνω στον έλεγχο και στην αυτογνωσία, του επιτρέπουν μια αληθινή προσαρμογή στη ζωή και μια πλήρη χρησιμοποίηση των δυνάμεων και ικανοτήτων του και του δίνουν τη δυνατότητα να υποτάσσει όσες δυσκολίες και αντιθέσεις, συγκρούσεις και αντιξοότητες συναντά. Ας μην απομακρύνουμε το παιδί από τη σφαίρα της κρυστάλλινης αλήθειας και της καθαρότατης γνώσης του εαυτού του. Ας του δώσουμε τη δυνατότητα να δει αντικειμενικά τη θέση του στο σχέδιο της κοινωνικής δημιουργίας. Πρέπει να κατανοήσει ότι τα πρόσωπα όλων των ατόμων είναι όργανα της αυτής αξίας, με τα οποία ενεργεί ο Θεός και πραγματοποιεί το θέλημά Του στον κόσμο.

Αναφερθήκαμε στις ειδικές δυσμενείς συνθήκες του σχολείου, που ταράσσουν την ψυχική υγεία των μαθητών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θετική συμβολή του σχολείου στην υγεία του ψυχικού οργανισμού των μαθητών είναι πολύ μεγαλύτερη και ισχυρότερη από τις αρνητικές απόψεις. Η αμοιβαιότητα στις συναισθηματικές σχέσεις παιδαγωγού και παιδιού, η ύπαρξη γαλήνης, ηρεμίας και χαράς, η ομαλή εξέλιξη της αυτονομίας και αυτοτέλειας του μαθητή, η ενθάρρυνση αυτού, η πρόσκτηση γόνιμων γνώσεων και η καρποφόρα μάθηση, η απόκτηση ηθικής αυτονομίας, η άσκηση του ατόμου να γίνει κυρίαρχος του εαυτού του, ο εθισμός των μαθητών στη δημιουργική εργασία, η οργάνωση του σχολείου σαν μιας αληθινής παιδευτικής κοινότητας, όλα αυτά και τόσα άλλα αποτελούν σημαντικούς παράγοντες διατήρησης και προαγωγής της ψυχικής υγείας των μαθητών. Ακόμη το τακτικό πρόγραμμα, η κανονικότητα της σχολικής ζωής και γενικά το σταθερό περιβάλλον του σχολείου, μέσα στο οποίο ο μαθητής απολαμβάνει ελευθερίας σκέψης, έκφρασης και δράσης, είναι συντελεστικά της ομαλής προσαρμογής των νεαρών ατόμων.

Ισχυρό θεμέλιο της ψυχικής ισορροπίας, στα πλαίσια της σχολικής αγωγής, είναι ο σεβασμός προς την προσωπικότητα του παιδιού και η καλλιέργεια σ’ αυτό του αισθήματος επάρκειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το άτομο αποφεύγει την άρνηση και το μαρασμό της πνευματικής και συναισθηματικής ζωής, αποκτά εσωτερικό στήριγμα και ενδόμυχη ασφάλεια και γαλήνη και, τέλος, κατακτά τα κριτήρια και την κλίμακα των αξιών.

Ακόμη θετική συμβολή του σχολείου, στη διατήρηση ψυχικής υγείας των μαθητών, είναι το υγιές συναισθηματικό κλίμα της σχολικής τάξης. Εάν η εργασία, που γίνεται σ’ αυτή, είναι σύμμετρη με τις ικανότητες των μαθητών και σύμφωνη προς τα διαφέροντά τους, τότε υπερνικούνται οι παραλυτικές και ανασταλτικές δυνάμεις της μειονεξίας, εδραιώνεται η εσωτερική ασφάλεια και η ψυχική γαλήνη και αξιοποιούνται οι παραγωγικές δυνάμεις του ατόμου. Υπάρχει, οπωσδήποτε, μια γενετική σχέση ανάμεσα στο σύνδρομο της έλλειψης ασφάλειας και στο σύνδρομο της αναξιοποίησης.

Απ’ όσα αναπτύχθηκαν καταφαίνεται ότι βασικοί και κύριοι παράγοντες της ψυχικής υγείας των μαθητών είναι ο δάσκαλος και οι γονείς.

Ο δάσκαλος, έχοντας πλήρη ψυχολογική κατάρτιση και σκορπίζοντας την αγάπη προς όλους τους μαθητές, δημιουργεί στην αίθουσα διδασκαλίας μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ψυχικής ηρεμίας. Συναισθηματικά σταθερός, ψυχικά υγιής, ελέγχοντας αποτελεσματικά τις αψιθυμίες και τα βίαια συναισθήματά του, παιδαγωγικά άρτιος ο εκπαιδευτικός κυριαρχείται από αίσθημα ασφάλειας, μεταδίδοντας το αίσθημα αυτό και στους μαθητές του.

Οι γονείς αποτελούν τον άλλο θεμελιώδη παράγοντα συναισθηματικής ισορροπίας των μαθητών. Είναι τεράστια και ανυπολόγιστη η συμβολή της οικογένειας στον τομέα της οικοδόμησης της ψυχικής υγείας του ατόμου. Η ψυχολογία ισχυρίζεται επίμονα, και όχι αβάσιμα, ότι τα αίτια των ψυχικών διαταραχών βρίσκονται στα πρώτα έτη της ζωής του παιδιού, στο δυσμενές περιβάλλον, στις άστοχες συναισθηματικές στάσεις, στην απροστάτευτη, παραμελημένη και αφρόντιστη παιδική ζωή, στους σφαλερούς τρόπους αντίδρασης προς τις πρώτες εμπειρίες της ζωής. Διατείνεται ότι η ψυχική υγεία του ατόμου εδραιώνεται στα πρώτα έτη του βίου του, από τους γονείς και γενικά το οικογενειακό περιβάλλον. Η οικογένεια, συνεπώς, πρέπει να περιβάλλει το παιδί με στοργή και αγάπη, οι γονείς οφείλουν να ζουν αρμονικά, ν’ αποφεύγουν τις συγκρούσεις, να συνεργάζονται και να διακατέχονται από αμοιβαία κατανόηση. Να αποφεύγονται οι διενέξεις και οι προστριβές, οι φιλονικίες και οι λογομαχίες.

Στο σπίτι πρέπει να πρυτανεύει η χαρά και η ενθάρρυνση, η εμψύχωση και η συνεργασία. Το πεδίο δράσης της οικογενειακής αγωγής είναι κυρίως τα πρώτα κρίσιμα έτη του βίου του ανθρώπου. Τότε μπορούν να αναπτυχθούν τα φυσικά συναισθήματα, που η φύση της οικογένειας τα ενδυναμώνει και τα επιβάλλει. Ευτυχισμένο και μακάριο το παιδί, που, αν περιπλανηθεί μακριά της, ξαναβρίσκει το δρόμο του και τον προορισμό του μέσα στην οικογένεια, σφυρηλατεί το χαρακτήρα του μέσα σ’ αυτή και θεμελιώνει τη συναισθηματική του ισορροπία.

Αναντίρρητα, σημαντικότατη και πολυτιμότατη αγωγή είναι αυτή των πρώτων φάσεων της ανάπτυξης. Τίποτε δε συγκρίνεται – δεν πρέπει να συγκρίνεται – μαζί της σε τρυφερότητα, αφοσίωση και πνεύμα θυσίας.

«Μια αρετή της ψυχής», λέγει ο PESTALOZZI, «που σχηματίστηκε από τον οικογενειακό δεσμό, είναι μια πηγή σοφίας και δυνάμεως για όλους τους κοινωνικούς δεσμούς».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Κων/νου Τσιμπούκη, Η ψυχική υγεία του σύγχρονου ανθρώπου,

Αθήνα, 1975, σελ. 24.

2. Κων/νου Πασσάκου, Εισαγωγή εις την Παιδαγωγικήν Ψυχολογίαν, Αθήναι, 1979, τόμος Α΄, σελ. 531.

3. Ιωάννη Χαραλαμπόπουλου, Γενική Παιδαγωγική, Αθήναι, 1973, έκδ. δευτέρα, σελ. 247.

4. Ιωάννη Χαραλαμπόπουλου, Γενική Παιδαγωγική, Αθήναι, 1973, έκδ. δευτέρα, σελ. 260.

5. Α.Σ. Νηλ, Θεωρία και πράξη της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης, μτφρ Κ. Λάμπου, Β΄ έκδ., Αθήναι, 1972, σελ. 161.

6. Π. Κοροντζή, Μορφωτικαί κοινότητες, Αθήναι, 1961, σελ. 61.

7. Κων/νου Πασσάκου, Εισαγωγή εις την Παιδαγωγικήν Ψυχολογίαν, Αθήναι, 1979, σελ. 533.

8. Ν. Πετρουλάκη, Ψυχολογία της προσαρμογής, Αθήναι, 1961, σελ. 279.

9. AXELE, Ψυχανάλυση. Ατομική – Συμπλεγματική Ψυχολογία, σελ. 175.

10. Μέγα Φαράντου, Δογματική και Ηθική

11. Α. Ασπιώτη, Τα αισθήματα μειονεκτικότητας, Αθήναι, 1960, έκδ. Β΄, σελ. 88.

12. Κων/νου Πασσάκου, Εισαγωγή εις την Παιδαγωγικήν Ψυχολογίαν, τόμος Α΄, Αθήναι, 1979, σελ. 536.

Ζάκυνθος, Μάρτιος 1980.

Δημοσιεύτηκε στα αριθ. 267/22-3-1980 και 268/29-3-1980 φύλλα της εφημερίδας Ζακύνθου «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ».

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s