Η γέννηση είναι ένας ειδικός σταθμός σε μια συνεχή πορεία, που αρχίζει με τη σύλληψη και περατώνεται με το θάνατο. Αυτό που χαρακτηριστικά υπάρχει ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα είναι μια έντονη εγγενής δύναμη, που δημιουργεί τις δυνατότητες του ατόμου και δίνει ζωή σ’ όσα υπάρχουν «δυνάμει» στα δύο κύτταρα. Είναι αυτή η παραγωγική δραστηριότητα, η οποία, αν δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη φυσική ανάπτυξη του ατόμου, αναντίλεκτα είναι ο αλτήρας της εξέλιξης των συναισθηματικών και διανοητικών δυνατοτήτων του, είναι ο γεννήτορας του εγώ του.
Ίσως κάποιος οπαδός του πεσσιμισμού να αντιπαραθέσει εδώ την άποψη του Γερμανού κοινωνιολόγου και ψυχολόγου Έριχ Φρομ: «Και αποτελεί μέρος της τραγωδίας της ανθρώπινης κατάστασης το γεγονός ότι, η ανάπτυξη του εγώ ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Ακόμη και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, μέρος μόνο των δυνατοτήτων του ανθρώπου πραγματοποιείται. Ο άνθρωπος, σ’ όλες τις περιπτώσεις, πεθαίνει πριν προφτάσει να γεννηθεί ολοκληρωτικά». (1)
Το αξίωμα του Καντίου και γενικά της Διαφώτισης: «Δύνασαι, άρα οφείλεις» δεν ισχύει για το Χριστιανισμό. Κατά χριστιανική εκδοχή ο άνθρωπος οφείλει μεν, αλλά δεν μπορεί, εξαιτίας της φύσης του, που από την αμαρτία υπέστη διαφθορά και διαστροφή. Έχει, όμως, σύμφυτη την άνοδο προς το Θεό, ουδέποτε ησυχάζει στην παρούσα ζωή, ουδέποτε καταλήγει στο Νιρβάνα και στην ασφάλεια ότι πέτυχε του σκοπό του. Μέχρι το τέρμα της ζωής του αγωνίζεται και «τρέχει», «υπωπιάζει… το σώμα και δουλαγωγεί, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένηται». (2)
Στην αέναη αυτή προσπάθεια του ο άνθρωπος για την τελειοποίηση και την ολοκλήρωσή του, στην ακατάπαυστη μάχη για διαρκή υπέρβαση του τώρα προς το τέλειο, για διαρκή κίνηση προς το αγαθό, ασφαλώς δε βυθίζεται σε αδράνεια και απραξία, αλλά κινείται, δρα και επαγρυπνεί, είναι πάντα έτοιμος για παραγωγική δραστηριότητα.
Η παραγωγικότητα αποτελεί μια από τις βασικές έννοιες του συστήματος ηθικής του Αριστοτέλη. Το αγαθό του ατόμου υπάρχει στο ειδικό έργο, που μ’ αυτό ξεχωρίζει από τα άλλα είδη και είναι αυτό που είναι. Ένα τέτοιο έργο είναι μια «ενεργητικότητα της ψυχής, που ακολουθεί ή συνεπάγεται μια λογική αρχή». (3)
Άνθρωπος αγαθός, κατά τον Αριστοτέλη, είναι αυτός που, με την ενεργητικότητά του και με την ποδηγέτηση της λογικής του, ζωπυρεί τις δυνατότητες εκείνες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο. Η κυριότερη μορφή της εργασίας, της δραστηριότητας και παραγωγικότητας είναι το επάγγελμα. Κρίνεται, λοιπόν, σκόπιμη η ανάπτυξη μερικών απόψεων σχετικών με την επαγγελματική αγωγή και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
Α) Επαγγελματική αγωγή.
Το επάγγελμα είναι σπουδαίος παράγοντας αγωγής του ανθρώπου.
Ασκεί βαθιά επίδραση στην ψυχή του ατόμου, αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή της όλης ζωής και συμπεριφοράς του, διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα και την προσωπικότητα αυτού.
Ο τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Μελανίτης γράφει: «Πλην τούτου καλόν είναι να αντιλαμβάνεται ο έφηβος, ότι ναι μεν η ζωή είναι δύσκολος, αλλ’ αν επιδοθή εις επάγγελμα, δια το οποίον αισθάνεται διαφέρον και διαθέτει τας απαιτουμένας εμφύτους και επικτήτους ικανότητας, υπάρχει μεγάλη πιθανότης να ευδοκιμήση εις αυτό». (4) Η ευδοκίμηση αυτή ωφελεί τον άνθρωπο στη σωματική, διανοητική και ηθική ανάπτυξή του, στην ανακαίνισή του και ολοκλήρωσή του. Το επάγγελμα, που αποτελεί τη σημαντικότερη μορφή της εργασίας, ωφελεί, όχι μόνο το εργαζόμενο άτομο αλλά και τους άλλους ανθρώπους, το κοινωνικό σύνολο. Είναι χρήσιμο για τον πολιτισμό, τον εθνικό και τον παγκόσμιο.
Στο επάγγελμα υλοποιούνται οι ηθικές επιταγές της ειλικρίνειας, της ευσυνειδησίας, της αξιοπρέπειας, της εγκράτειας και γενικά σ’ αυτό ευδοκιμούν και θάλλουν όλες οι αρετές.
Ο παιδαγωγός και ψυχολόγος Ι. Χαραλαμπόπουλος γράφει: «Εν πρώτοις, το άτομον, το οποίον ασκεί ένα οιονδήποτε επάγγελμα, εξασφαλίζει τα προς το ζην αναγκαία, ικανοποιεί τας ατομικάς του ανάγκας και τας ανάγκας της οικογενείας του, αποκτά μίαν ανεξαρτησίαν έναντι των άλλων, εξυψώνεται ούτω το ηθικόν του γόητρον και τονώνεται η αυτοπεποίθησις και το συναίσθημα της προσωπικής του αξίας». (5)
Αντίθετα, ο άνθρωπος, που δεν εργάζεται, γίνεται δέκτης ποικίλων ψυχοφθόρων ψυχολογικών συνεπειών, δηλαδή χάνεται ο αυτοσεβασμός και το συναίσθημα της αυτοαξίας, κλυδωνίζεται η αίγλη και το κύρος του, πληγώνεται ηθικά, κατατρώγεται και φθείρεται ψυχικά, πλημμυρίζεται από διαβρωσιγενή συναισθήματα και οδηγείται σε απομόνωση ή υιοθετεί ανατρεπτικές ιδέες ή ακολουθεί αντικοινωνικούς τρόπους ζωής.
Το είδος του επαγγέλματος ρυθμίζει το κοινωνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο δρα και κινείται το άτομο και επομένως καθορίζει τη συμπεριφορά και τη στάση του, οροθετεί τις κοσμοθεωρίες και βιοθεωρίες, τις κοινωνικές αντιλήψεις και τις πολιτικές πεποιθήσεις, προσπορίζει μεγάλο ή μικρό εισόδημα και του προσδιορίζει την προσωπική προβολή και την κοινωνική θέση.
Η επαγγελματική αγωγή είναι μια πλευρά της προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον. Η κοινωνία δεν αποτελεί μόνο ένα ιδεολογικό σύστημα δοξασιών. Είναι επίσης ένα τεχνοοικονομικό σύστημα παραγωγών και καταναλώσεων. Έτσι, οι ανταλλαγές, μέσα σ’ αυτή τη συλλογική δραστηριότητα,δε γίνονται μόνο στο πεδίο της σκέψης ,αλλ’ επίσης και στο χώρο των πραγμάτων, που παράγονται, διαδίδονται και χρησιμοποιούνται. Δημιουργείται, λοιπόν, μια δεύτερη πλευρά της κοινωνικής προσαρμογής, που την ονομάζουμε επαγγελματικό εξοπλισμό, με τον οποίο ολοκληρώνεται η κοινωνικοποίηση του ατόμου.
Πρέπει το επάγγελμα να εισχωρήσει μέσα στις πνευματικές ασχολίες του ατόμου, να του δώσει την αληθινή όψη της ζωής, να του χαρίσει την πνευματική απόλαυση ακόμη και την πιο ψηλή, που έχει δικαίωμα να περιμένει απ’ αυτό. Για την πραγμάτωση αυτού του ιδεώδους , είναι ανάγκη το άτομο να προσαρμοστεί απόλυτα στο επάγγελμά του, το επάγγελμά του να εναρμονίζεται με τις ικανότητές του και τις κλίσεις του, το άτομο να διαλέξει το επάγγελμά του και να μην αναγκαστεί να το ακολουθήσει, να είναι κύριος και ποτέ σκλάβος του επαγγέλματος, να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην επαγγελματική του ικανότητα και να είναι βέβαιο ότι αυτή θα το βοηθήσει να πετύχει στη ζωή του.
Είναι αληθές ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στην πνευματική καλλιέργεια, που αποσκοπεί στην ηθική ανακαίνιση της ανθρώπινης κοινωνίας και στην ατομική τελειότητα, και στην επαγγελματική καλλιέργεια, που είναι ωφελιμιστική και αποβλέπει στο να καταστήσει το άτομο κατάλληλο για ένα ορισμένο επάγγελμα.
Έχουν πολλές φορές σημειώσει την ανικανότητα των καθαρά πνευματικών μαθημάτων, να δώσουν στα άτομα την πλήρη έννοια της συγκεκριμένης ζωής, όπως επίσης έχουν τονίσει την αδυναμία των καθαρά τεχνικών μαθημάτων να επιτρέψουν στο άτομο να ξεπεράσει το στενό επαγγελματικό του ορίζοντα.
Τούτο φυσικά προϋποθέτει ότι η επαγγελματική καλλιέργεια δε θα είναι μια μονομερής τεχνική εκπαίδευση, αλλ’ ότι θα αποτελεί μια αληθινή πνευματοποίηση της εργασίας. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η ικανοποιητικά αναπτυγμένη πνευματική καλλιέργεια αποτελεί την αναγκαία κρηπίδα της επαγγελματικής μόρφωσης, όχι μόνο για το πλήθος των ωφέλιμων γνώσεων που περιέχει, αλλ’ ακόμη επειδή εξελίσσει τις πνευματικές δυνατότητες, τις οποίες το άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει σε κάθε περίπτωση.
Η επαγγελματική μόρφωση πρέπει να παρέχεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρουσιάζεται σαν όργανο της ανθρώπινης ελευθερίας και στυλοβάτης της ατομικής αξιοπρέπειας. «Αυτό θα γίνει», λέγει ο πρύτανης της Ακαδημίας του Στρασβούργου RENE HUBERT, «αν στηρίζεται στην ελεύθερη μόρφωση και αν θεωρή τον εαυτό της σαν τη φυσική της προέκταση, αν το παιδί έχει συνηθίσει από νωρίς να ασχολείται με εργασίες τις προτιμήσεώς του, αν η εκλογή του επαγγέλματος αποτελεί συνέχεια του προσδιορισμού των φυσικών του κλίσεων, αν κατανοήση ότι ο επαγγελματικός εξοπλισμός δεν είναι παρά ένα στοιχείο αυτής της κοινωνικοποιήσεως, που είναι ο νόμος του πεπρωμένου του. Και τέλος, αν γίνη ικανό να ανακαλύψη στο επάγγελμά του την πνευματική του ουσία, μαζί με την κοινωνική, που κλείνει μέσα του. Γιατί δεν υπάρχει επάγγελμα, όσο ταπεινό κι αν είναι, που να μην κλείνη ένα πνευματικό νόημα». (6)
Η επαγγελματική μόρφωση τότε μόνο γίνεται αντάξια του υψηλού προορισμού της, όταν δεν αποξενωθεί ποτέ από την ελεύθερη καλλιέργεια, την πνευματική μόρφωση, γιατί είναι αδιαφιλονίκητο ότι αν τεθεί αδιαπέραστος φραγμός και ριζική τομή ανάμεσα στο επάγγελμα και στις πνευματικές αναζητήσεις και ανατάσεις του ανθρώπου, τότε το επάγγελμα θεωρείται από τον άνθρωπο σαν μια μορφή δουλείας.
Οι νέοι, που μεταπηδούν αμέσως από τη Στοιχειώδη Εκπαίδευση στην επαγγελματική αγωγή και που, έτσι, δεν έχουν τη δυνατότητα να φθάσουν στην ολοκλήρωση, με τη βοήθεια της πνευματικής καλλιέργειας, της προσωπικότητάς τους, μπορούν και πρέπει στο επάγγελμα να βρουν το μέσον αυτής της τελειοποίησης και αυτού του εξανθρωπισμού. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο, στη φάση της μαθητείας, που συμπίπτει με την πρώτη περίοδο της εφηβείας, στη δημιουργική εργασία να δοθεί η έννοια μιας δυνατότητας επέκτασης και εκτύλιξης της προσωπικότητας και ενός τρόπου ομαλής κοινωνικής προσαρμογής. Είναι επίσης απαραίτητο, η γενική διδασκαλία, πέραν από την παροχή των αναγκαίων, για την εξάσκηση του επαγγέλματος, θεωρητικών γνώσεων, να κάνει το άτομο να κατανοήσει την κοινωνική και πνευματική ουσία του επαγγέλματος.
Ο παιδαγωγός Αντώνιος Τσίριμπας σημειώνει: «Αι επιδιώξεις όθεν της επαγγλεματικής αγωγής δεν περιορίζονται , απλώς, εις την μηχανικήν παροχήν επαγγελματικών γνώσεων και εις την δημιουργίαν επαγγελματικών ικανοτήτων, αλλ’ επεκτείνονται και εις την διάπλασιν του όλου ανθρώπου, ώστε ούτος εν τω επαγγέλματι να εύρη την ουσίαν της υπάρξεώς του και συνεπώς να επιτύχη την ολοκλήρωσιν της προσωπικότητός του». (7)
Έτσι ο άνθρωπος, εφοδιασμένος με επαγγελματική επάρκεια, στηριγμένος στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του και έχοντας συναίσθηση της κοινωνικής του αποστολής, θα οπλιστεί με αρετή και δύναμη, θα πλημμυρίσει η ύπαρξή του με ελευθερία και ευδαιμονία, θα κατανοήσει τον εαυτό του και θα γίνει αυτό που είναι «δυνάμει» και θα προσεγγίσει «όσο γίνεται περισσότερο το πρότυπο της ανθρώπινης φύσης». Η αρετή για το Σπινόζα είναι ταυτόσημη με τη χρησιμοποίηση των δυνάμεων του ανθρώπου και κακία είναι η αποτυχία του να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του. Ουσία του κακού, κατά το Σπινόζα, είναι η αδυναμία. (8)
Β) Επαγγελματικός προσανατολισμός
Ο καθηγητής Σπυρ. Τρυφωνόπουλος ορίζει ως εξής τον επαγγελματικό προσανατολισμό: «Εκπαιδευτικός και επαγγελματικός προσανατολισμός είναι ο παιδαγωγικός θεσμός με τον οποίο οι μαθηταί βοηθούνται: α) να «γνωρίσουν» πληρέστερα τον εαυτό τους, δηλαδή ν’ ανακαλύψουν και ν’ αξιοποιήσουν με τον πιστότερο τρόπο τις νοητικές τους ικανότητες και να συνειδητοποιήσουν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και προβλήματά τους. β) με την παροχή σ’ αυτούς των αναγκαίων πληροφοριών, ν’ ακολουθήσουν τον επαγγελματικό προσανατολισμό που ταιριάζει στην προσωπικότητά τους και γ) με την καλλιέργεια των ανθρώπινων σχέσεων, ν’ αποκτήσουν εκείνη τη φιλοσοφία της ζωής που θα τους βοηθήσει να ενταχθούν μ’ επιτυχία σαν μέλη υπεύθυνα στη σύγχρονη εξελισσόμενη κοινωνία». (9)
Από τον ορισμό αυτό, καταφαίνεται η μεγάλη κοινωνικοψυχολογική σημασία του επιτυχούς επαγγελματικού προσανατολισμού για το άτομο. Ικανοποιεί τη βασική ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου να πετύχει στη ζωή, απομακρύνει από το άτομο το άγχος, την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βοηθεί ν’ αποκτήσει αυτοπεποίθηση με τις ευκαιρίες που του προσφέρει για παραγωγικότητα και εξασφαλίζει υγιή και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, ικανή να ενταχτεί ομαλά και δημιουργικά στη λειτουργία της σύγχρονης κοινωνίας.
Η επιτυχής συμμετοχή του ατόμου στις κοινωνικές διαδικασίες συντελεί ώστε να αναγνωριστεί και να εκτιμηθεί ο ρόλος του από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνικής ομάδας, των οποίων την αξιολόγηση επιδιώκει και εκτιμά. Η αμοιβαία αναγνώριση του ρόλου της κοινωνικής ομάδας οδηγεί απρόσκοπτα και ακάθεκτα στην κοινωνική εξέλιξη.
Η ψυχική υγεία των μελών της κοινωνίας αποτελεί αξιόλογο στοιχείο για την ευημερία και ευτυχία της. Ένας δε βασικός και σπουδαίος παράγοντας για την εξασφάλιση της ψυχικής υγείας στα άτομα είναι ο σωστός επαγγελματικός προσανατολισμός.
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός έχει αρραγές θεωρητικό υπόβαθρο: α) «Ακρογωνιαίος λίθος» του είναι ο σεβασμός προς κάθε άτομο. Κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, έχει δικαίωμα να απαιτεί τη φροντίδα και τη μέριμνα του κοινωνικού συνόλου, να ζητεί την εξασφάλιση των ευκαιριών για να αναπτύξει τις ικανότητές του.
β) Η μεγάλη εξειδίκευση στις επιστήμες και στα επαγγέλματα κάνει απαραίτητη την καταλληλότερη χρησιμοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού.
γ) Η ψυχολογία των ατομικών διαφορών μάς αποκαλύπτει ότι τα άτομα διαφέρουν στις νοητικές και άλλες δεξιότητες. Συνεπώς, η επαγγελματική καθοδήγηση πρέπει να είναι ανάλογη και σύμφωνη προς τις ιδιαίτερες του καθενός κλίσεις.
δ) Τα προβλήματα προσαρμογής και μάθησης δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν με ποινές και κακή βαθμολογία. Υποχρέωση και καθήκον του σχολείου είναι να εξετάσει και να διαπιστώσει τα αίτια της δημιουργίας των προβλημάτων και να τα θεραπεύει.
Κοινωνικοί παράγοντες, φορείς του επαγγελματικού προσανατολισμού, είναι κυρίως οι εξής:
α) Το σχολείο.
β) Η οικογένεια, με την αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον για την επιτυχία των μελών της.
γ) Η πολιτεία, με τα διάφορα κέντρα Επαγγελματικού Προσανατολισμού που πρέπει να ιδρύσει.
δ) Η εκκλησία, με σχετικά μαθήματα στα κατηχητικά σχολεία και με άλλες εκδηλώσεις στον τομέα των δραστηριοτήτων της.
ε) Τα μέσα ενημέρωσης, με τα μορφωτικά τους προγράμματα (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και με κατάλληλες δημοσιεύσεις (ημερήσιος και περιοδικός τύπος).
στ) Τα διάφορα ιδιωτικά ινστιτούτα (ψυχολογικά κέντρα), που προσφέρουν ευκαιρίες διάγνωσης των ικανοτήτων και κλίσεων και
ζ) Η κοινωνία, με τις αντιλήψεις που έχουν αποκρυσταλλωθεί σ’ αυτή σχετικά με την εργασία και την αξία των επαγγελμάτων.
Ευνόητο είναι ότι ο κυριότερος ρόλος και η βαρύτερη ευθύνη για τον εύστοχο επαγγελματικό προσανατολισμό ανήκει στο σχολείο. Η μακρόχρονη παραμονή του ατόμου στο σχολικό περιβάλλον και το μορφωτικό επίπεδο και η υπεύθυνη φροντίδα των εκπαιδευτικών για την επιτυχή επαγγελματική καθοδήγηση των μαθητών, καθιστούν το σχολείο βασικό μοχλό και του παρέχουν το προβάδισμα για την ανάπτυξη του θεσμού του επαγγελματικού προσανατολισμού.
Το σχολείο ασκεί τον επαγγελματικό προσανατολισμό με τρεις βασικά παράγοντες:
1) Τους εκπαιδευτικούς κάθε ειδικότητας 2) τους εκπαιδευτικούς συμβούλους και 3) το ειδικό Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και «Παιδαγωγικής καθοδήγησης».
Οι δεύτερος και τρίτος παράγοντες δεν υπάρχου στην πατρίδα μας.
Περιοριζόμαστε λοιπόν μόνο στο ρόλο του διδάσκοντος, που ασφαλώς είναι σημαντικός παράγοντας για την ενημέρωση των μαθητών σχετικά με τις νοητικές τους ικανότητες, τις κλίσεις και τα διαφέροντά τους.
Πολλοί είναι οι τρόποι με τους οποίους ο εκπαιδευτικός μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές του στην επαγγελματική κατεύθυνση.
Θα αναφέρουμε τους βασικότερους, κατανέμοντας την παιδευτική προσπάθεια στη διαδικασία της μάθησης και στη διαδικασία μελέτης και διάγνωσης της προσωπικότητας.
Ι) Στη διαδικασία της μάθησης:
α) Διδάσκει αμερόληπτα, αποφεύγοντας επιμελώς να τονίζει ιδιαίτερα το μάθημά του, υποτιμώντας τα άλλα.
β) Καλλιεργεί και αναπτύσσει το κριτικό πνεύμα στους μαθητές του, ώστε να είναι ικανοί για κριτική θεώρηση των πραγμάτων και να μην παρασύρονται, ούτε να δέχονται παθητικά τους εξωτερικούς ερεθισμούς.
γ) Με τη συμπεριφορά του και την κατάλληλη και αποδοτική διδασκαλία του, εμφυσεί στους μαθητές του την αγάπη και τη συμπάθεια στο μάθημα – έστω και αν δυσκολεύονται σ’ αυτό – και τους απαλλάσσει από τυχόν προκαταλήψεις, σχετικές με την αξία του μαθήματος ή με τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του.
ΙΙ) Στη διαδικασία μελέτης και διάγνωσης της προσωπικότητας:
α) Καταγράφει τις παρατηρήσεις του για τις πνευματικές ικανότητες και ιδιαίτερες κλίσεις των μαθητών του, όπως τις αντιλαμβάνεται κατά την πορεία της μάθησης.
β) Σημειώνει τις παρατηρήσεις του σχετικά με τη συμπεριφορά των μαθητών μέσα στο σχολικό χώρο. Π.χ. Πώς αντιδρούν στις παρατηρήσεις του για κάποια αταξία ή πλημμελή προετοιμασία. Θίγονται; Ενοχλούνται; Θυμώνουν εναντίον του; Αναγνωρίζουν τα σφάλματά τους, τα ελαττώματά τους και επιδιώκουν να διδαχτούν απ’ αυτά και να τα διορθώσουν; Επιδιώκουν τις ψεύτικες δικαιολογίες; Διακρίνονται για τη συνεργατικότητά τους, την αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη;
Τις παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του τις συζητεί με τον ίδιο συγκεκριμένο μαθητή. Αν ο εκπαιδευτικός, με τη διαγωγή, συμπεριφορά και προσωπικότητά του, έχει κερδίσει την εκτίμηση και αναγνώριση του μαθητή, ασφαλώς θα εξασφαλίσει την εποικοδομητική συνεργασία του στην εξέταση των προβλημάτων του, ώστε ο μαθητής να αποτινάξει τα επιβλαβή και διαβρωτικά στοιχεία της προσωπικότητάς του.
Αντιπαρερχόμαστε την παιδευτική λειτουργία του εκπ/κού συμβούλου και του Γραφείου Επαγγελματικού Προσανατολισμού και «Παιδαγωγικής καθοδήγησης», όχι γιατί υποτιμούμε τη σημασία τους, αλλά γιατί απουσιάζουν από την ελληνική πραγματικότητα. Πιστεύουμε δε ότι θα ήταν και δυνατή και αρκετά πολύτιμη η εισαγωγή των δύο αυτών θεσμών και στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα.
Για να μπορέσει ο μαθητής σωστά και υπεύθυνα να αποφασίσει για την επαγγελματική του σταδιοδρομία, πρέπει να τον διευκολύνουμε στην αυτοεκτίμησή του, θέτοντας στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε.
Η προσπάθεια αυτή είναι αρκετά δυσχερής, γιατί είναι αναμφισβήτητη η αδυναμία, ακόμη και η απροθυμία, μικρών και μεγάλων, να «γνωρίσουμε» τον εαυτό μας. Τα στοιχεία αυτά, κατά τον καθηγητή Σπυρ. Τρυφωνόπουλο, συγκεντρώνονται:
α) Από τα διάφορα ψυχολογικά κριτήρια (TESTS), τα σχετικά με τη νοημοσύνη του, τις κλίσεις και τα ειδικά διαφέροντα, την προσωπικότητά του κ.λ.π.
β) Από το συγκεντρωτικό δελτίο, στο οποίο υπάρχουν καταχωρισμένοι οι βαθμοί επίδοσής του από την αρχή της σχολικής του ζωής, καθώς και οι παρατηρήσεις των δασκάλων του.
γ) Από τις παρατηρήσεις και τις κρίσεις των γονέων του για την προσωπικότητά του γενικά .
δ) Από την ενδεχόμενη αυτοβιογραφία ή ημερολόγιο, που κρατεί ο μαθητής.
ε) Από τις παρατηρήσεις επί των εκθέσεων και άλλων εργασιών, ιδιαίτερα στο μάθημα των Ν. Ελληνικών.
στ) Από τα συμπεράσματα της προσωπικής μας συνέντευξης με το μαθητή. Κατ’ αυτή και τα δύο μέρη, που πρέπει να καλύπτονται από κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εργάζονται πάνω σ’ ένα κοινό σκοπό, που είναι η σωστή καθοδήγηση και προσανατολισμός του μαθητή.
ζ) Από τη μέθοδο της «κοινωνιομετρίας», με την οποία ανιχνεύουμε την αξιολόγηση των μαθητών από τους συμμαθητές (αλληλοαξιολόγηση).
η) Από τη συστηματική παρατήρηση, που αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά μέσα γνώσης του ατόμου και
θ) Από την ομαδική συζήτηση μεταξύ των μαθητών και μεταξύ αυτών και του δασκάλου τους. Εάν αυτή χαρακτηρίζεται από ακώλυτη αυθορμησία και γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα πραγματικής ελευθερίας, είναι δυνατό ν’ αποκαλυφθούν αξιόλογα στοιχεία, σχετικά με την επαγγελματική καθοδήγηση των μαθητών. (10)
Τα μέσα αυτά μας εξασφαλίζουν την αντικειμενική γνώση του καθοδηγούμενου μαθητή, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ορθής οδηγητικής. Εφόσον μιλούμε για ανάπτυξη δυνατοτήτων στο πλήρες, οφείλουμε πρώτα να γνωρίσουμε τις δυνατότητες αυτές, οι οποίες βέβαια διαφέρουν από μαθητή σε μαθητή. Η εμπειρική γνώση του μαθητή είναι επισφαλής για να στηριχθεί πάνω της έγκυρη γνώση, σχετική με την περαιτέρω σχολική του πρόοδο και την επαγγελματική του κατάρτιση.
Δεν παραλείπουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι το σχολείο δεν μπορεί μόνο του να καλύψει την όλη παιδευτική προσπάθεια του επαγγελματικού προσανατολισμού. Είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν ειδικά κέντρα, αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, όπως ακριβώς συμβαίνει σε προηγμένες χώρες.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα GENTPESD’ ORIENTATION SCOLAIRE ET PROFESSIONNELLE στη Γαλλία και τη YOUTH EMPLOYMENT SERVICE στη Μ. Βρετανία. Το καθόλου έργο του επαγγελματικού προσανατολισμού, όπως επισημαίνει ο εκπ/κός Σύμβουλος Κων/νος Πασσάκος, «πρέπει να συνδυάζη δύο μερικώτερα έργα, ήτοι, την διάγνωσιν των ψυχοσωματικών ιδιοτήτων καθενός ατόμου με μίαν αντίστοιχον ανάλυσιν των ποικίλων και πολυπληθών επαγγελμάτων της εποχής μας εις τας επί μέρους ειδικάς εκτελέσεις των». (11) Είναι, επομένως, αναγκαία η γνώση των ιδιαίτερων κλίσεων και γνωρισμάτων προσωπικότητας, απαραίτητων για τα διάφορα επαγγέλματα. Για το έργο αυτό απαιτούνται ειδικά καταρτισμένα πρόσωπα, που να ασχολούνται μόνο μ’ αυτό. Η συνεργασία και συνεννόηση των ειδικών αυτών με το σχολείο είναι οπωσδήποτε απαραίτητη. Το σχολείο θα έχει πολύτιμα και αξιόλογα στοιχεία να προσφέρει για την προσωπικότητα, τις ιδιαίτερες προτιμήσεις και τις έμφυτες κλίσεις των καθοδηγουμένων. Το Εθνικό Ινστιτούτο Βιομηχανικής Ψυχολογίας, που ήταν πρωτοπόρο στον επαγγελματικό προσανατολισμό στη Μ. Βρετανία, καθόρισε προς τούτο το «Σχέδιο των επτά σημείων» εκτίμησης, τα οποία είναι: α) η σωματική δομή β) οι σχολικές επιδόσεις, γ) η γενική νοημοσύνη δ) οι ειδικές ικανότητες ε) τα διαφέροντα στ) οι προδιαθέσεις και οι κλίσεις και ζ) οι συνθήκες και οι περιστάσεις.
Στο μέτρο που το σχολείο μπορεί να προσφέρει ποικίλες πληροφορίες, για τα παραπάνω σημεία, συντελεί αποφασιστικά στο έργο της επαγγελματικής καθοδήγησης.
Είναι απαραίτητο να εννοηθεί ότι ο πρώιμος επαγγελματικός προσανατολισμός δε συνιστάται. Οπωσδήποτε κάθε προσπάθεια επαγγελματικής καθοδήγησης πριν από την ηλικία των 14 ετών είναι μάταιη, αν όχι επικίνδυνη. Είναι λοιπόν καλότυχο και ευτυχές γεγονός η επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης. Προ της τελευταίας αυτής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η εκλογή του επαγγέλματος τουλάχιστον για όσους διέκοπταν την περαιτέρω σχολική φοίτηση, έπρεπε να γίνει στην ηλικία των 12 ετών. Όμως και οι ικανότητες και τα διαφέροντα αναπτύσσονται και μετά. Πιθανώς ακόμη και η ηλικία των 15 ετών, ιδιαίτερα για τους ικανότερους μαθητές, να μην είναι η καταλληλότερη, για την οριστική απόφαση, στιγμή.
«Ανεπίσημα», όμως, ο επαγγελματικός προσανατολισμός πρέπει να αρχίζει από το Δημοτικό Σχολείο. Φυσικά δεν εννοούμε ότι θα αρχίσουμε να προβληματίζουμε το μαθητή του Δημοτικού Σχολείου με τη μελλοντική του επαγγελματική αποκατάσταση, αλλά οι δάσκαλοι καλό είναι να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους και τη παιδευτική τους λειτουργία έτσι ώστε οι μικροί μαθητές να δείχνουν το ίδιο ενδιαφέρον για όλα τα μαθήματα, να τους συνηθίσου να προβληματίζονται και να μην απαιτούν παθητική και μηχανική μάθηση και να τους δίνουν την ευκαιρία να εκδηλώνουν τις προτιμήσεις τους και τις ιδιαίτερες ικανότητές τους και να τις ικανοποιούν μέσα στα πλαίσια του δυνατού.
Επιτυχώς, ο ALFRED ADLER την επαγγελματική αποκατάσταση την έχει περιλάβει μεταξύ των τριών θεμελιωδών προβλημάτων της ζωής του ανθρώπου, μαζί με τη συγκρότηση μιας κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας και την εκλογή νόμιμης συζύγου. Με την άσκηση ενός επαγγέλματος, το άτομο δεν εξασφαλίζει απλώς διέξοδο στο οικονομικό πρόβλημα και δεν αντιμετωπίζει μόνο τον πορισμό των της ζωής, αλλά μέσα στην επαγγελματική λειτουργία η προσωπικότητά του βρίσκει την απαραίτητη επέκτασή της και μ’ αυτή εδραιώνεται και η ψυχική υγεία του ατόμου, εφόσον νιώθει βαθιά ικανοποίηση από τη δημιουργική άσκηση του επαγγέλματος. Κατά τον ψυχίατρο Αρ. Ασπιώτη, το ανθρώπινο πρόσωπο με το επάγγελμά του δεν ικανοποιεί μόνο την κλίση του, αλλά συναντά και την κλήση του, δηλαδή την αποστολή του, μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα.
Ο καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κων/νος Σπετσιέρης γράφει: «Δια την κοινήν σημερινήν αντίληψιν μεγάλαι χαραί είναι δια μεν την γυναίκα μια καλή αποκατάστασις, δια δε τον άνδρα μία λαμπρά σταδιοδρομία εις το επάγγελμά του». (12)
Η επαγγελματική ενασχόληση γυμνάζει την ψυχή και την κάνει πιότερο ισχυρή και ευκίνητη. Δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αντλεί έσωθεν νέες δυνάμεις, που συχνά ούτε ο ίδιος γνωρίζει ότι έχει. Τον κάνει περισσότερο πραγματιστή. Ο πόνος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής, δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Η ισχυρή και ισορροπημένη ψυχή, όχι μόνο τον υπερνικά, αλλά, γρανιτένια και αδιάφθορη μέσα στη ζωηφόρο διαδικασία του επαγγέλματος, εξευγενίζεται, οιστρηλατείται προς ανέλιξη, πραγματοποιεί μια ενδοσκοπία της συνείδησης για την ύπαρξη.
Σε ποιητική μορφή, η έννοια της παραγωγικότητας, αποδόθηκε με θεσπέσιο τρόπο από τον Γκαίτε και τον Ίψεν. Ο «Φάουστ» εκφράζει την αέναη προσπάθεια του ανθρώπου για αναζήτηση του νοήματος της ζωής, φανερώνει την ασίγαστη επιδίωξη της διαρκούς και ανεκλάλητης χαράς. Ούτε η επιστήμη, ούτε η δύναμη, ούτε και αυτό το ωραίο δίνουν απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του Φάουστ. Ο Γκαίτε πιστεύει ότι η μοναδική απάντηση στην επίμονη και ανυποχώρητη αυτή ανερεύνηση του ανθρώπου είναι η παραγωγική δραστηριότητα, που ταυτίζεται με το αγαθό. Η έννοια δε «αγαθό», στη φιλοσοφική – θεολογική γλώσσα, γράφει ο έκτ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Βόνν και έντ. Υφηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών Μέγας Φαράντος, «ενσαρκώνει το πλήρωμα της ζωής και της ευδαιμονίας και ταυτίζεται κατ’ ουσίαν προς το αληθές και το καλόν. Δια τον άνθρωπον το ερώτημα και η αναζήτησις του αγαθού είναι στοιχεία βαθύτατα ερριζωμένα εις την ύπαρξιν αυτού, της οποίας διαρκές και ασίγητον αίτημα είναι: ουχί μόνον το ζην αλλά και το ευ ζην, ήτοι το ορθώς και ευδαιμόνως ζην». (13)
Στον «Πρόλογο στον Παράδεισο» ο κύριος αποκαλύπτει ότι εκείνο, που παρεμβάλλει εμπόδια στην προσπάθεια του ανθρώπου για την απόκτηση του όντως αγαθού και την παγίωση ορθού και υπεύθυνου τρόπου ζωής, δεν είναι το λάθος αλλά η μη δραστηριότητα και η αδράνεια, η απραξία και η νωχέλεια:
«Κουράζεται εύκολα ο άνθρωπος πολύ
και γρήγορα γυρεύει να ησυχάσει,
γι’ αυτό μ’ αρέσει να ΄χει ένα μαζί,
που, ως διάολος, πλάθει και κεντά στη δράση.
Μα εσείς, τ’ αληθινά θεϊκά παιδιά,
τη ζωντανή χαρείτε αστέρευτη ομορφιά!
Η ορμή παντοτινά που δρα και ζει
με της αγάπης ας σας ζώσει τους φραγμούς,
κι ό,τι ως όραμα εμπρός σας τρεμοσβεί
στεριώστε το μ’ αιώνιους στοχασμούς». (14)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Έριχ Φρομ, Ο άνθρωπος για τον εαυτό του, μετάφραση Δημ. Θεοδωρακάτου, Αθήναι, 1974, σελ. 139.
2. Αποστόλου Παύλου, Α΄ Κορ. 9, 26-27.
3. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1098α-8.
4. Ν. Μελανίτη, Η προσωπικότης και ο χαρακτήρ υπό το πρίσμα της επιστημονικής ερεύνης, Αθήναι, 1972, σελ. 271.
5. Ιωάννη Χαραλαμποπούλου, Γενική Παιδαγωγική, Αθήναι, 1973, έκδ. δευτέρα, σελ. 317.
6. RENE HUBERT, Γενική Παιδαγωγική, μτφρ. Κ. Κίτσου – Β. Σκουλάτου, Αθήναι, 1972, σελ. 474.
7. Αντωνίου Τσίριμπα, Γενική Παιδαγωγική, Αθήναι, 1972, σελ. 225.
8. Σπινόζα, Ηθική, IV, DEF.8.
9. Σπυρ. Τρυφωνόπουλου, Σημειώσεις κατά τας παραδόσεις στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπ/σης του μαθήματος: Επαγγελματικός Προσανατολισμός, Αθήναι, 1975, σελ. 1.
10. Σπυρ. Τρυφωνόπουλου, Σημειώσεις κατά τας παραδόσεις στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπ/σης του μαθήματος: Επαγγελματικός Προσανατολισμός, Αθήναι, 1975, σελ. 11.
11. Κων/νου Πασσάκου, Εισαγωγή εις την Παιδαγωγικήν Ψυχολογίαν, Αθήναι, 1979, τόμος Α΄, σελ. 568.
12. Κων/νου Σπετσιέρη, Η ψυχική ζωή του ανθρώπου, Αθήναι, 1960, σελ. 362.
13. Μέγα Φαράντου, Δογματική και Ηθική, Αθήναι, 1973, σελ. 164.
14. Γκαίτε Φάουστ, μτφρ. Κ. Χατζόπουλου.
Ζάκυνθος, Ιανουάριος 1980
Δημοσιεύτηκε στα αριθ. 261/2-2-1980 και 263/23-2-1980 φύλλα της εφημερίδας Ζακύνθου «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ».