ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ

Ατομικές διαφορές και εξατομικευμένη αγωγή

Φύεται έκαστος ου πάνυ όμοιος εκάστω,

αλλά διαφέρων την φύσιν.

ΠΛΑΤΩΝΑΣ

Είναι αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, χρώματος, φυλής, κοινωνικής προέλευσης, οικονομικής κατάστασης κ.τ.λ., μοιάζουν μεταξύ τους σε πλήθος απόψεων και, οπωσδήποτε, ταυτίζονται στον ανθρώπινο πυρήνα, δηλαδή σ’ ότι αποτελεί το ουσιώδες συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Συγχρόνως, όμως, είναι εξίσου αναντίρρητο ότι ούτε δύο ανθρώπινες υπάρξεις είναι απόλυτα όμοιες, ούτε ως προς τη σωματική διάπλαση και την ψυχική δομή, ούτε ως προς τη δραστηριοποίηση των δύο εκφάνσεων της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μία από τις βασικές αλήθειες της ζωής είναι οι διαφορές, που υπάρχουν μεταξύ των ατόμων. Η μοναδικότητα κάθε ατόμου είναι φαινόμενο, που το συναντούμε σ’ όλα τα έμβια όντα.

Τούτο όμως ιδιαίτερα εντυπωσιακό και ευρύ παρουσιάζεται στα ανθρώπινα όντα. Ακριβώς αυτές οι ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπινων ατόμων συνιστούν την έννοια της ατομικότητας. Κατά την ψυχολογία, ατομικότητα είναι «το σύνολο των μοναδικών χαρακτηριστικών του ατόμου, τα οποία το διαστέλλουν και το διακρίνουν από άλλα άτομα».

Ο διακεκριμένος καθηγητής παιδαγωγικών και ψυχολογίας Κων/νος Πασσάκος γράφει: «Δύναται να λεχθή ότι η ατομικότης είναι η κατ’ εξοχήν διακριτική πραγματικότης του ατόμου. Περιλαμβάνει άπαντα τα ιδιαίτερα εκάστου προσώπου γνωρίσματα. Συνίσταται εις τας ψυχοσωματικάς αυτού διαφοράς και αντανακλά τον ιδιαίτερον τρόπον με τον οποίον τα ψυχικά στοιχεία συντίθενται…. Η ατομικότης περιλαμβάνει στοιχεία ανήκοντα και εις την σωματικήν άποψιν του προσώπου και την φυσιολογικήν πλευράν αυτού και προπάντων εις την ψυχολογικήν αυτού πραγματικότητα. Στοιχεία ιδιαίτερα από πάσαν ψυχικήν περιοχήν αυτού, την νόησιν, την σκέψιν, την παρώθησιν και την βούλησιν, το συναίσθημα και τον χαρακτήρα συνθέτουν την ατομικότητα». (1)

Ο ακαδημαϊκός Νικ. Εξαρχόπουλος αναφέρει ότι παράγοντες διαμορφωτικοί της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας είναι η κληρονομικότητα, οι χρόνιες δηλητηριάσεις των γονέων, οι επιδράσεις κατά την εμβρυϊκή ζωή, οι επιδράσεις κατά τη γέννηση και οι επιδράσεις μικρότερης διάρκειας από το φυσικό, το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον. (2)

Οι ατομικές διαφορές εμφανίζονται από της γέννησης του ατόμου, με την πάροδο δε του χρόνου γίνονται περισσότερο εμφανείς. Η S. ESCALONA, με έρευνα 20ετούς διάρκειας σε μικρής ηλικίας νήπια, διαπιστώνει την ύπαρξη των ατομικών διαφορών, ήδη από της ηλικίας των πρώτων εβδομάδων και μηνών της ανθρώπινης ζωής. (3) Συνεπώς, κάθε ξεχωριστό ανθρώπινο πρόσωπο αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, από της γέννησής του και σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Το γεγονός των ατομικών διαφορών είναι οφθαλμοφανές και στο σχολικό χώρο μεταξύ των μαθητών.

Η ανθρώπινη ποικιλία μέσα στο σχολείο γίνεται ευρύτερη με το πέρασμα της ηλικίας. Οι διαφορές αυτές διαπιστώνονται τόσο στο επίπεδο της πνευματικής ηλικίας, όσο και στις βασικές δεξιότητες, που καλλιεργούνται στο σχολείο (αναγνωστική ικανότητα, υπολογιστική αριθμητική δεξιότητα κ.τ.λ.).

Κάτι παρεμφερές παρουσιάζεται και ως προς την έκταση των σχολικών επιδόσεων, σ’ όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης.

«Κατ’ ακολουθίαν», γράφει ο εκπαιδευτικός σύμβουλος Κων/νος Πασσάκος, «η θεώρησις των μαθητών της αυτής σχολικής τάξεως και ηλικίας υπό του εκπαιδευτικού ως περίπου ομοίων, είναι μία αναμφισβήτητος αυθαιρεσία. Αλλ’ ακόμη και η ταξινόμησις των μαθητών μιας σχολικής τάξεως εις υπερέχοντας, μέσους και υστερούντας, και τούτο αποτελεί μίαν απλούστευσιν της πραγματικότητας». (4)

Επιβάλλεται λοιπόν ο εκπαιδευτικός να γνωρίζει πολλά όχι μόνο για τη μάθηση αλλά επίσης πολλά και για το συγκεκριμένο άτομο, που μαθαίνει. Πρέπει να αναγνωρίζει, κατανοεί και μπορεί να εργάζεται με γνώμονα τις ατομικές διαφορές των ατόμων που αναπτύσσονται.

Επομένως, η αγωγή, για να μπορέσει να βοηθήσει το νεαρό άτομο να αναπτύξει στο ανώτατο δυνατό όριο όλες τις δυνατότητές του, έχει καθήκον να εναρμονίσει τις παιδαγωγικές ενέργειες προς αυτή την ποικιλία των ανθρώπινων υπάρξεων.

Η ανάγκη αυτή οδήγησε στη σύγχρονη τάση για μια εξατομικευμένη αγωγή και διδασκαλία.

Στη σημερινή, όμως, πραγματικότητα το σύστημα τούτο αποτελεί ένα ιδεώδες, προς το οποίο βέβαια πρέπει να πλησιάσουμε όσο μπορούμε περισσότερο. Το αίτημα αυτό, σε μια απόλυτη μορφή του, συνεπάγεται τη δυνατότητα σωστής διάγνωσης καθενός ατομικού γονότυπου και φαινότυπου.

Ίσως κάποιος απαισιόδοξος να αντιπαραθέσει εδώ την ουτοπική επιδίωξη του ROUSSEAU, που απαιτούσε ιδιαίτερο παιδαγωγό για κάθε «Αιμίλιό του».

Παρά τις ποικίλες δυσχέρειες, όμως, πολλά έχουν προγραμματιστεί, εφαρμοστεί και πραγματοποιηθεί στις προηγμένες χώρες προς την κατεύθυνση της εξατομικευμένης αγωγής.

Κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί ότι η παραδοσιακή αγωγή, που εφαρμόζεται σήμερα κατά κανόνα στην πατρίδα μας, είναι μία αγωγή μάζας, γιατί δε λαβαίνει υπόψη την ιδιαιτερότητα καθενός μαθητή και απευθύνεται ομοιότροπα σ’ ένα σύνολο μαθητών, που θεωρούνται περισσότερο ότι μοιάζουν, παρά ότι διαφέρουν, επειδή έχουν την ίδια ηλικία. Τούτο, όμως, στοιχειοθετεί μια σοβαρή και επιβλαβή παιδαγωγική πλάνη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Εκπ/κός Σύμβουλος Κων/νος Πασσάκας. (5)

Κατά της πλάνης αυτής μας θωρακίζει το αίτημα της εξατομικευμένης αγωγής και διδασκαλίας, προϋποθέτοντας ορισμένες παιδαγωγικές και διδακτικές προσαρμογές στις ατομικές διαφορές.

«Στην εξατομικευμένη αγωγή», γράφει ο καθηγητής στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπ/σεως Ευθ. Θεοδωρόπουλος, «η διδασκαλία συνδέεται με ανεξάρτητον μελέτην του μαθητού, με ελαστικόν και ευμετάβλητον πρόγραμμα και με ελευθέραν σωματικήν κίνησιν, διότι γίνεται δεκτόν, ότι οι μαθηταί διαφέρουν μεταξύ των ως προς το επίπεδον αναπτύξεως, τας ικανότητας, τους τρόπους μαθήσεως, τας συνηθείας εργασίας, την παρότρυνσιν προς μάθησιν, την υπάρχουσαν ενέργειαν, την ταχύτητα, το ποσόν μαθήσεως και τέλος την αποδοτικότητα». (6)

Στα πλαίσια της εξατομικευμένης αγωγής και διδασκαλίας, οι επιδιώξεις και οι στόχοι στη διδασκαλία και αγωγή πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από το μαθητή και μάλιστα να επιλεγούν από τον ίδιο, από μια μεγάλη έκταση αντικειμένων μάθησης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο μαθητής θα αγωνιστεί για την πραγμάτωση των στόχων και επιδιώξεων, παρά όταν οι στόχοι αγωγής και διδασκαλίας επιβάλλονται από κάποια αυθεντία.

Αναφορικά με τις μεθόδους διδασκαλίας, έχει επιβεβαιωθεί από πλήθος ερευνών ότι δεν υπάρχει η μία «άριστη διδακτική μέθοδος. Διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας ευνοούν διάφορους τύπους μαθητών. Για ορισμένη π.χ. διδακτέα ύλη ο μονολογικός τρόπος διδασκαλίας εξυπηρετεί περισσότερο ορισμένους αντιληπτικούς τύπους ή τύπους προσωπικότητας μαθητών, με τη διαλογική μορφή ωφελούνται περισσότεροι άλλοι τύποι και με την εργαστηριακή μέθοδο άλλοι. Η σωστή διδακτική κίνηση στο πρόβλημα αυτό είναι η εναλλαγή από το δάσκαλο ποικίλων μεθόδων διδασκαλίας για τα διάφορα αντικείμενα μάθησης. Η ιδιαιτερότητα του καθενός μαθητή μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε μέθοδος, αν εφαρμοστεί μονομερώς και αποκλειστικά, θα ευνοεί σε ικανοποιητικό βαθμό ένα μόνο τμήμα των μαθητών της τάξης.

Σχετικό είναι και το πρόβλημα της παρώθησης προς μάθηση. Τα ίδια κίνητρα δεν παρωθούν στον ίδιο βαθμό και δεν έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις. Για τους ενδοστρεφείς συνήθως μαθητές ισχυρό κίνητρο για άνοδο αποτελεί ο έπαινος, ενώ αντίθετα οι εξωστρεφείς μαθητές ωθούνται σε ανώτερες επιδόσεις με τη χρησιμοποίηση της επίπληξης και της μομφής για τις χαμηλές επιδόσεις τους ή την αμέλειά τους. Άλλοι επίσης παρωθούνται με την εκτέλεση δύσκολων εργασιών, ενώ άλλοι με την ανάληψη εύκολων εργασιών.

Συναφές είναι και το επίπεδο φιλοδοξίας καθενός μαθητή. Τούτο θα γίνει ρεαλιστικό με την εξατομίκευση της σχολικής εργασίας, γιατί αυτή παρέχει δυνατότητες επιτυχίας σε όλους τους μαθητές και όχι μόνο σε ορισμένους.

Συμπερασματικά, οι σύγχρονες παιδαγωγικές  και διδακτικές αντιλήψεις απαιτούν ο δάσκαλος να έχει «προ οφθαλμών» τους παράγοντες, που συνθέτουν την παιδαγωγική διδασκαλία κάθε μέρα μέσα στη σχολική αίθουσα: την ιδιαιτερότητα καθενός μαθητή και ειδικότερα τις ικανότητες και τις ανάγκες του, τις απαιτήσεις των αντικειμένων μάθησης, τους σκοπούς και τις μεθόδους διδασκαλίας.

Η εξατομικευμένη αγωγή και διδασκαλία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί ένα ιδεώδες, προς το οποίο όμως πρέπει να κατατείνουμε συνεχώς και αδιαλείπτως. Τα περιθώρια οργάνωσης υπάρχουν και οι δυνατότητες δεν είναι μικρές. Το βασικό και ουσιώδες για την παιδαγωγική αυτή κατεύθυνση είναι η ένθεη πίστη και η βαθιά αφοσίωση των δασκάλων.

Και η αρραγής αυτή κρηπίδα αναντίλεκτα υπάρχει.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

  1. Κων/νου Πασσάκου, Ψυχολογία ατομικών διαφορών, Αθήναι, 1975, σελ. 24 κ.ε.
  2. Νικολάου Εξαρχοπούλου, Ψυχικαί διαφοραί των παίδων και η διάγνωσις αυτών, Αθήναι, σελ. 29 κ.ε.
  3. S. ESCALONA, Αι ρίζαι της ατομικότητος.
  4. Κων/νου Πασσάκου, Εισαγωγή εις την παιδαγωγικήν ψυχολογίαν, Αθήναι, 1979, Α΄ τόμος σελ. 467.
  5. Κων/νου Πασσάκου, Εισαγωγή εις την παιδαγωγικήν ψυχολογίαν, Αθήναι, 1979, σ. 490.
  6. Ευθυμίου Θεοδωροπούλου, Διδακτικαί καινοτομίαι, Αθήναι, σελ. 23.

Ζάκυνθος, Νοέμβριος 1979

Δημοσιεύτηκε στο αριθ. 254/8-12-1979 φύλλο της εφημερίδας Ζακύνθου «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ».

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s