Γίνε ο φάρος του εαυτού σου.
Βασίσου μόνο στον εαυτό σου.
Μείνε πιστός στην αλήθεια που έχεις μέσα σου
σαν το μόνο φάρο οδηγό.
ΒΟΥΔΑΣ
Ο άνθρωπος είναι ον «εν σχέσει ζων», μόνος δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να ζήσει.
Αναγκαστικά ζει, δρα και κινείται στο κοινωνικό σύνολο και προσδιορίζεται από το έξω κόσμο, στον οποίο ταυτόχρονα θέτει και την προσωπική του σφραγίδα.
«Συνεπώς», σημειώνει ο έκτ. Καθηγητής Παν/μίου Βόνν και εντ. υφηγητής Παν/μίου Αθηνών Μέγας Φαράντος, «άτομον, εν τη αυστηρή της λέξεως εννοία, δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος είναι μεν άτομον, αλλά κοινωνικόν, ζων πάντοτε εν σχέσει και κοινωνία προς την εκτός αυτού πραγματικότητα. Η σχέσις, λοιπόν, αποτελεί ουσιώδες στοιχείον της υπάρξεως και της ζωής του ανθρώπου» (1)
Κατά τον Αριστοτέλη, «πάσα πόλις φύσει έστιν, είπερ και αι πρώται κοινωνίαι… και… ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον». (2)
Η φιλοσοφία του Υπαρξισμού προσδιορίζει τον άνθρωπο, κατά κύριο λόγο, από την ύπαρξη αυτού, δηλ. από τη «μοναξιά» και τον «αυτοπροσδιορισμό» του. Και εδώ, όμως, ουσιαστικά δεν πρόκειται για «μοναξιά», αλλά για σχέση της ύπαρξης προς εαυτήν.
Εκείνο που βασικά αντιδιαστέλλει τον άνθρωπο από το ζώο είναι ότι, ενώ τις σχέσεις μεταξύ των ζώων καθορίζει το ένστικτο και ο αυτοματισμός, τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και προς τον υπόλοιπο περιβάλλοντα κόσμο, διέπει η αμοιβαία ευθύνη.
Η ευθύνη είναι αποκλειστικά ανθρώπινο στοιχείο, γιατί ερείδεται στη συνειδητή συμπεριφορά, στην ελευθερία εκλογής με βάση αξιοκρατικά κριτήρια και στη δυνατότητα απόφασης και υλοποίησής της, στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται, αποκλειστικά,, στη φύση του ανθρώπου.
Ακριβώς, η αδιάψευστη αυτή πραγματικότητα αποτελεί και τη γενεσιουργική αιτία της ηθικής. Όπου υπάρχει ευθύνη, υπάρχει έλλογη πορεία ζωής, ενώ όπου υπάρχει ανευθυνότητα, εμφωλεύει το ακαταλόγιστο. Το δε ακαταλόγιστο, αναμφίβολα, δεν αποτελεί στοιχείο της ηθικής.
Συνεπώς, ηθικό είναι η υπεύθυνη στην κοινωνία ζωή, υπεύθυνο δε είναι η αδέσμευτη μεν διαγωγή, αλλ’ αυτοελεγχόμενη, δηλαδή διαγωγή που να τελεί αδιάκοπα σε συνάρτηση και σχέση προς τον πλησίον.
Ο Πλάτωνας, ποτισμένος από τον έρωτα προς την Ιδέα και από το πάθος για τη Δικαιοσύνη, ακόμη δε αφοσιωμένος στην ενδόφωτη και ενεργητική βίωση ότι ο άνθρωπος είναι από τα μύχια της ψυχής του συγγενής προς το Απόλυτο, οπτασιάζεται και συλλαμβάνει ξεκάθαρα στην ενδότατη ουσία της τη σωστή πολιτική, την άριστη, δυσκολοκατόρθωτη, όπως ο ίδιος ομολογεί, αλλά δυνατή, όπως σταθερά επιμένει, με την προϋπόθεση της βιολογικής ακμής του ανθρώπινου γένους και της εφαρμογής του κατάλληλου συστήματος της ανατροφής και της παιδείας. (3)
Στον «Πρωταγόρα» ο Πλάτωνας πρεσβεύει ότι δόθηκαν θεόθεν στους ανθρώπους, βλάστησαν και ανθοφόρησαν δηλαδή στις ψυχές τους, δύο ριζικά συναισθήματα: η «αιδώς» και η «δίκη», ικανά και πρόσφορα να οικοδομήσουν βαθμιαία τον ηθικό πολιτισμό, ανύπαρκτο ακόμη στα πρωτοϊστορικά χρόνια, και με κρηπίδα αυτόν να επιτύχουν τη σύμπηξη και τη διατήρηση των ανθρώπινων κοινωνιών. (4)
Σύμφωνα, λοιπόν, με το φιλοσοφικό αυτό μύθο, στη δυνατότητα για κοινωνική συμβίωση ενυπάρχει η «αιδώς» και η «δίκη», που έγκαιρα εμφανίστηκαν στην Ιστορία και σχεδόν συμφυείς με την ανθρώπινη ύπαρξη. Βαθύρριζο χαρακτηριστικό τους είναι η διανομή τους σ’ όλους τους ανθρώπους ή τουλάχιστον η δυνατότητα και η εντολή να μετέχουν σ’ αυτές όλοι οι άνθρωποι αδιακρίτως: «…δίκην δη και αιδώ… επί πάντας νείμω; Επί πάντας, έφη Ζευς, και πάντες μετεχόντων¨. (5)
Ο πρύτανης της Παντείου Κων/νος Δεσποτόπουλος, αναλύοντας την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα, σημειώνει: «Έξοχα είναι διατυπωμένη στο μύθο (322C), η κοινωνιοπλαστική αποστολή που έχουν να επιτελέσουν η αιδώς και η δίκη: «ίν’ είεν πόλεων κόσμοι τε και δεσμοί φιλίας συναγωγοί». Η αιδώς πρέπει ν’ αποτελή ό,τι ονομάζεται «πόλεων κόσμοι», δηλαδή με την εμπνοή της να αυτο-υποβάλλωνται οι πολίτες (αυτονομία) σε κόσμια συμπεριφορά, ώστε και να υπάρχη αυτόδοτη αρμονία της πολιτείας. Η δίκη πρέπει ν’ αποτελή ό,τι χαρακτηρίζεται «πόλεων… δεσμοί», δηλαδή με τις υπαγορεύσεις της να υποβάλλωνται οι πολίτες σε δεσμεύσεις της συμπεριφοράς τους (ετερονομία), ώστε και να υπάρχη επιβλητή συνοχή της πολιτείας. Η σύνδρομη αυτή λειτουργία τους θα συνεπάγεται «φιλίαν», δηλαδή ενότητα ηθική της πολιτείας, άρα σύμπνοια και ομόνοια των πολιτών, ώστε να ζουν στο χώρο της, χωρίς έχθρα τουλάχιστον μεταξύ τους» (6)
Φανέρωση πηγαίου ουμανισμού, ο κανόνας για συμμετοχή όλων των ανθρώπων στα αχειροποίητα ηθικά συναισθήματα, όπως και ο κανόνας για την κοινωνιοπλαστική δύναμη των άκρατων αυτών ηθικών συναισθημάτων, αποτελούν, αναντίλεκτα, έκρηξη ψυχής, από την οποία μπορεί να προέλθει μια νέα ολόκληρη ζωή, θεσμοθετούν άγραφους νόμους, εγκυμονούν θαύματα, αποτελούν, τέλος, ιδεολογικό θεμέλιο της Δημοκρατίας.
Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι τα δύο αυτά ηθικά συναισθήματα, με τις παραλλαγές τους, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, αποτελούν φωτερά στοιχεία της πολιτειολογίας του Πλάτωνα.
Κατά τη Χριστιανική Ηθική δε, η μόνη δυνατότητα να ζήσει ο άνθρωπος είναι να μείνει κοντά στο Θεό, γιατί μόνο ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, ο δημιουργός και ο λυτρωτής. Παραμένοντας, όμως, ο άνθρωπος κοντά στο Θεό, συνεπάγεται ότι πράττει το θείο θέλημα και ότι υπακούει σ’ αυτό. Κάθε απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό τον οδηγεί, ακάθεκτα, προς τη φθορά και το θάνατο, γιατί μακρά του Θεού «υπάρχει» μόνο το Μηδέν.
Ηθική ζωή, κατά τη Χριστιανική αντίληψη, είναι η ταύτιση του θελήματος του ανθρώπου προς το θέλημα του Θεού και η προσαρμογή της ζωής μας προς τη θεία ζωή, δηλαδή την εγκόλπωση της αλήθειας και της αγάπης, σύμφωνα με το «έσεσθε ουν εμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός έστιν». (7)
Η Χριστιανική Ηθική έχει εκκλησιαστικό και μυστηριακό θεμέλιο.
Η Εκκλησία και η κοινωνία των Μυστηρίων της αναγεννούν και ηθικοποιούν τον άνθρωπο, τον απαλλάσσουν από τις αμαρτίες. Κατάφωτη η εκκλησιαστική και μυστηριακή δύναμη της Χριστιανικής Ηθικής ακτινοβολεί στα υποσυνείδητα την αναστάσιμη πίστη, φωτοβολεί στις συνειδήσεις τη ζωογόνο αισιοδοξία, με τη μυστηριώδη της δε επενέργεια στο άδυτο των αδύτων της ανθρώπινης ύπαρξης, ενδυναμώνει το άτομο με το Αίμα του Θεανθρώπου, ώστε αυτό «ικανούται» (8), να μετέχει της ζωής του Χριστού.
Η Ηθική της Δύναμης του FRIEDRICH NIETZSCHE (Νίτσε) σημαντικοποίησε και απολυτοποίησε την ορμή και τάση του ανθρώπου προς τη δύναμη και κατάκτηση, απαιτεί την ολοκληρωτική κατάργηση κάθε ηθικής έννοιας και τάξης.
Η Ηθική της Σβέσης του ARTHUR SCHOPENHAUER θεωρεί σαν ουσία του κόσμου και του ανθρώπου την «τυφλή θέληση», δηλαδή μια συνεχή και ασίγαστη ορμή προς κάτι που ουδέποτε πραγματοποιεί και αν το επιτύχει, ουδέποτε πληρώνεται και ικανοποιείται απ’ αυτό και έτσι πυρώνεται και πάλι νέος ακατασίγαστος πόθος προς κάτι άλλο.
Η ζωή, επομένως, είναι χωρίς νόημα και τέλος μια ασταμάτητη και ατέλειωτη κίνηση σ’ ένα τυφλό δρόμο χωρίς αδιέξοδο ή καλύτερα είναι μια άγευστη ακόμη και θλιβερή πορεία προς την καταστροφή και το θάνατο.
Η Ηθική του Ευδαιμονισμού προβάλλει σαν ύψιστο σκοπό του ανθρώπου την ηδονή, το συμφέρον, την ευδαιμονία…, δηλαδή ορίζει αίτιο της ανθρώπινης δραστηριότητας το μισθό και την αμοιβή. Ηθικό είναι καθετί που, με οποιοδήποτε τρόπο, ωφελεί, ενώ κακό θεωρείται ό,τι είναι δυσάρεστο και επιζήμιο.
Στον αντίποδα των σκοπών της Ηθικής, της Δύναμης, της Σβέσης και του Ευδαιμονισμού, η Χριστιανική Ηθική αντιπαραθέτει, εκτός των άλλων, τη σχέση προς τον πλησίον. Ο Θεός ταυτίζει εαυτόν προς τον πλησίον και καλεί τον πιστό να εκδηλώσει προς τον πλησίον τα ίδια αισθήματα αγάπης, που αισθάνεται γι’ αυτόν: «Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». (9)
Σχετικά, ο Μέγας Φαράντος επισημαίνει: «Η Χριστιανική Ηθική, λοιπόν, είναι κατ’ ουσίαν κοινωνική Ηθική. Εις το βάθος της είναι ανθρωπισμός, αγάπη προς τον συνάνθρωπον. Ο συνάνθρωπος λαμβάνει άπειρον αξίαν εις τα όμματα του πιστού, σχεδόν ταυτιζόμενος προς τον Θεόν, το ύψιστον Αγαθόν. Εκ του λόγου δε τούτου και η διακονία του πιστού προς τον πλησίον δεν είναι δουλεία έναντι αυτού, διότι είναι διακονία κατ’ ουσίαν προσφερομένη εις τον Θεόν. Ο πιστός, αγαπών και διακονών τον πλησίον, υποτάσσεται εις το θέλημα του Θεού». (10)
Θεμέλιο, λοιπόν, της ηθικής ζωής του ανθρώπου είναι η αγάπη προς το συνάνθρωπο. Η αγάπη αυτή αποτελεί για τον πιστό υπαρξιακό βίωμα, χωρίς αυτή ο άνθρωπος εκπίπτει της χάρης του Θεού, εκφεύγει ολοκληρωτικά από το σκοπό, για τον οποίο είναι προορισμένος να ζήσει, εξαφανίζεται από του ηθικού βίου την ελεύθερη παλαίστρα.
Πρέπει να κατανοηθεί ότι η σχέση προς τον πλησίον εδώ δεν είναι επιδερμική, επιφανειακή και κατ’ επίφαση, ουδέ συγκροτεί απλή αρωγή στις ανάγκες και τυπική βοήθεια στις δοκιμασίες του, αλλά συνιστά τα ύστατα ζώπυρα της ύπαρξής μας, την εσώτατη δόμηση του προσώπου μας.
Η αγάπη του ανθρώπου για τον πλησίον είναι διακονία. Η διακονία δεν αποβλέπει στην υποδούλωση, δεν επιζητεί την άλωση του συνανθρώπου, αλλά, αντίθετα, πέραν από την ανακούφιση της συγκεκριμένης ψυχικής ή σωματικής ανάγκης αυτού, σκοπεύει στην πλήρη επανόρθωση και στην ολοκληρωτική ανακαίνισή του, στην εξύψωση και τελείωση της ανθρώπινης ζωής.
Πυξίδα αλάθητη και αναντικατάστατη στην προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική πορεία, η ηθική αγωγή του μαθητή πρέπει να είναι και είναι μια από τις κυριότερες επιδιώξεις και βασικά καθήκοντα του σχολείου και κάθε παράγοντα της αγωγής. Η ηθική καλλιέργεια του ανθρώπου είναι η σημαντικότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Χωρίς διαμόρφωση καλού χαρακτήρα, χωρίς ανάπτυξη του ηθικού συναισθήματος, δεν μπορούσε να ελπίζουμε σ’ ένα καλό και χρήσιμο αυριανό πολίτη.
Ο παιδαγωγός και ψυχολόγος Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος αναφέρει: Χρειαζόμεθα ανθρώπους με ήθος, με καρδίαν, ώστε η ζωή του ατόμου να είναι μία πάλη και ένας αγών κατά του κακού και να ανήκη μονίμως εις το στρατόπεδον των ηρωικών αγωνιστών του καλού, του ωραίου, του αληθούς. Χρειαζόμεθα ανθρώπους ικανούς να σφουγγίζουν τα δάκρυα, να θεραπεύουν πληγάς, να προσφέρουν ελεημοσύνην, να χαρίζουν την συγγνώμην εις τον εχθρόν, να αγαπούν τον πλησίον». (11)
Το ηθικό συναίσθημα ανυψώνει τον άνθρωπο στον άυλο των αξιών πνευματικό κόσμο, εξυψώνει και καλλιεργεί αυτόν, κάνει συνειδητή τη ζωή και την αποστολή αυτής. Αποτελεί την αρραγή κρηπίδα της τελείωσης του ανθρώπου και της προόδου και ευημερίας των λαών.
Οι μικροί τρόφιμοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι σκοπός της ζωής τους είναι να καλλιεργήσουν την αγάπη και να αναπτύξουν τη λογική και ότι κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να υποτάσσεται στην επιδίωξη αυτή. Πρέπει να κατανοήσουν, πλήρως, ότι κανένας θεσμός και κανένα πράγματα δεν είναι ουσιωδέστερο και αξιολόγοτερο από οποιοδήποτε ανθρώπινο πρόσωπο.
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος και ψυχολόγος Έριχ Φρομ σημειώνει: «Η ηθική, τουλάχιστον με το νόημα που έχει στην ελληνοϊουδαϊκοχριστιανική παράδοση, είναι αδιαχώριστη από τη λογική. Η ηθική συμπεριφορά βασίζεται στην ικανότητά του να προβαίνει κανείς σε αξιοκρατικές κρίσεις πάνω στη βάση της λογικής. Σημαίνει το να αποφασίζεις ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Και να ενεργείς μετά από σκέψη. Η φύση της λογικής προϋποθέτει την παρουσία του εγώ. Το ίδιο ισχύει για την ηθική κρίση και δράση». (12)
Εφόσον, λοιπόν, η παρουσία του εγώ είναι έντονη στην ηθική συμπεριφορά, ορθά η Χριστιανική Ηθική κρίνει ότι ο αγώνας του πιστού στρέφεται πρώτα εναντίον του εαυτού του, δηλαδή εναντίον του εγωισμού και της φιλαυτίας. Αγωνίζεται ο πιστός, αδιάλειπτα,εναντίον του «ετέρου νόμου», συγκρούεται με το πλανευτό και αμαρτωλό Εγώ του, που επιδιώκει, πάντα, την πρωτοκλισία και τον πρωτόθρονο, το προβάδισμα και την πρωτοκαθεδρία(14), με μοναδική επιδίωξη την καταδυνάστευση των άλλων (15), τον κομπασμό και την καυχησιολογία. (16)
Η ηθική συμπεριφορά δεν επιτρέπει καμιά επίδειξη ή άλλη προβολή του εαυτού μας. να μάθουν τα παιδιά ότι η ηθική εκδήλωση γίνεται αφανώς. Όχι με βροντές και αστραπές, αλλά σαν «φωνή αύρας λεπτής» γίνεται η πραγμάτωση του θελήματος του Θεού.
Καθήκον της αγωγής είναι να αποτρέπει το μαθητή από την απρέπεια και την αδικία, πηγές των κακών, που κλυδωνίζουν τις κοινωνίες.
Σχετικά, ο πρύτανης της Παντείου Κων. Δεσποτόπουλος σημειώνει: «Στην περιγραφή της κοινωνίας, που κρίνεται αφύσικα διογκωμένη και ονομάζεται άλλοτε περιγραφικά «τρυφώσα πόλις», άλλοτε και αξιολογικά «φλεγμαίνουσα πόλις», διαφαίνεται πως η «αιδώς» και η «δίκη» δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν -αν τυχόν προϋπήρχαν- στο δυναμισμό της απρέπειας και της αδικίας, τον επακόλουθο του λεγόμενου βιοτικού πολιτισμού, όσο αναπτύσσεται ακάτασχετος και ασύδοτος. «Η φλεγμαίνουσα πόλις», με την τρυφηλή ζωή και την επιδίωξη του περιττού, εμφανίζεται μάλιστα σαν ο γενέθλιος τόπος της απληστίας και άρα της απρέπειας και της αδικίας, όπου και βρίσκεται η αρχή ακόμη και του πολέμου, αλλά και η κύρια πηγή των κακών, όσα ταλανίζουν τις κοινωνίες, άρα τους ανθρώπους και στην ιδιωτική τους ζωή». (17)
Στην ηθική διαπαιδαγώγηση, δεν έχουν αξία οι πρακτικές εφαρμογές, εάν δεν υποκινούνται από αγνά κίνητρα. Ας μην παροτρύνουμε το παιδί να εκτελεί, κατά σχηματικό τρόπο, κάτι στο οποίο δεν πιστεύει. Είναι ορθότερο να επιζητούμε την αφύπνιση της συνείδησης.
Ο Χριστιανισμός, με τη θετική λυτρωτική του δύναμη, προβάλλει στον κόσμο ένα ιδιαίτερο αίσθημα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις αξίες που τη συγκροτούν, το σεβασμό της ζωής, το επιτακτικό αίτημα της αλήθειας, την ανώτερη αντίληψη για την ελευθερία, την ευθύνη και την εργασία, την αρχή της ισότητας όλων των ανθρώπων πέραν των κοινωνικών και φυλετικών διακρίσεων και βασικά την αγνή, άδολη και ανυπόκριτη αγάπη προς τον πλησίον. Ο ψυχίατρος Αρ. Ασπιώτης αναφέρει σχετικά: «Η πίστις εις τον Θεόν είναι αναπόσπαστος από την αγάπην του Θεού και αυτή η τελευταία από την αγάπην του πλησίον. Αγάπη του πλησίον σημαίνει να επιθυμείς και να εργάζεσαι δια το καλόν του και ν’ αγωνίζεσαι κατά των δυνάμεων του κακού και της δυστυχίας, ώστε η δικαιοσύνη και η ειρήνη να βασιλεύουν εις τον κόσμον». (18). Αναμφίβολα, αυτά αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της ηθικής προσωπικότητας.
Η αυτονομία της βούλησης του μαθητή, η οποία θα του δώσει τη δυνατότητα να αισθάνεται ότι αποτελεί μέλος μιας συνετής ανθρωπότητας και ότι μετέχει των πνευματικών αξιών, ιδανικών και ιδεωδών αυτής, πρέπει να αποτελεί κορυφαίο σκοπό της ηθικής καλλιέργειας. Ο παιδαγωγός Αντ. Τσίριμπας γράφει: «Επειδή δε η ηθική εξέλιξις της ανθρωπότητας διήλθεν εκ τριών βασικών σταδίων, της ηθικής των πατριαρχών, της ηθικής των κριτών και της ηθικής των ελευθέρων πολιτευμάτων, η ηθική αγωγή του παιδιού οφείλει ν’ αρχίζη εκ της ακουσίας υποταγής, να χωρή προς την εκουσίαν υποταγήν και να καταλήγη εις την αυτονομίαν της βουλήσεως». (19)
Το περιβάλλον, για να συμβάλλει θετικά στην ηθική συγκρότηση του μαθητή, οφείλει να βασίζει την επίδρασή του στην εμπιστοσύνη, στην κατανόηση, στη συμπάθεια και στη στοργή, γιατί τότε το παιδί προσπαθεί να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του προς τη θέληση των γονέων, των δασκάλων, των ιερέων, των οργάνων της πολιτείας κ.λ.π., επειδή τότε πιστεύει, ακράδαντα, ότι οι λόγοι, οι πράξεις, οι συμβουλές, οι νουθετήσεις, οι ποινές τους κ.λ.π. είναι δικαιολογημένες και επιδιώκουν το καλό του, γιατί εκπορεύονται από την ειλικρινή αγάπη τους. Σχετικά, ο πρύτανης της Ακαδημίας του Στρασβούργου RENE HUBERT γράφει: «Πρέπει, λοιπόν, επάνω στην εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια να χτίσωμε. Πρέπει να τις διατηρήσωμε με κάθε μέσο. Αν κάθε αγωγή προϋποθέτη μιαν αμοιβαία κατανόηση συνειδήσεων, αυτή η κατανόηση έχει ένα όνομα, αγάπη. Να απαντήσωμε στην εμπιστοσύνη του παιδιού με τη συμπάθεια που ζητεί, να απαντήσωμε στη συμπάθειά του με την εμπιστοσύνη, που πρέπει να γεννιέται, αυτό είναι το παν». (20)
Το περιβάλλον, επίσης, έχει επιτακτική υποχρέωση να προβάλλει τον εαυτό του φωτεινό πρότυπο και λαμπρό παράδειγμα ηθικής συμπεριφοράς, σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής, ακόμη δε να παρέχει στα παιδιά, για μίμηση, υπέρλαμπρα παραδείγματα ηθικής ζωής, όπως είναι του Κ.Η.Ι.Χ., της Παναγίας και όλων των Αγίων της Εκκλησίας μας.
Έτσι, θα επιτύχουμε την άσκηση της ηθικής κρίσης, που είναι βασική για την εξέλιξη των ατόμων στο ανώτατο στάδιο συμπεριφοράς και την πρόοδο και την ευημερία των λαών. Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει αβοήθητος αξιόλογο σύστημα ηθικών κριτηρίων.
Κάθε πολιτισμένη κοινωνία έχει μια περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη ηθική παράδοση. Η αφομοίωση της ηθικής αυτής παράδοσης είναι βασικός όρος για την ηθική αγωγή των ατόμων.
Παράλληλα, όμως, η αναπτυγμένη ηθική κρίση του ατόμου θα του παρέχει τη δυνατότητα σκέψης και ελεύθερης εκλογής και την ευκαιρία να απορροφήσει και να αφομοιώσει το σύστημα των ηθικών συναισθημάτων, που του κληροδοτήθηκαν. Ο ψυχίατρος Αρ. Ασπιώτης σημειώνει: «Βεβαίως δεχόμεθα ωρισμένον αριθμόν άρθρων συμπεριφοράς, το ΜΑΧΙΜUΜ δυνατόν, από την ηθικήν παράδοσιν της κοινωνίας εις την οποίαν ζώμεν και τα οποία επιβάλλονται εις τα μέλη της με τρομακτικήν δύναμιν. Πέραν τούτων, όμως, δια της αυθεντικής, ιδικής του ηθικής κρίσεως επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, ένα άτομον υψούται εις το υψηλότερον πεδίον συμπεριφοράς. (21)
Το ιδανικό παραμένει η καλλιέργεια μιας προσωπικότητας αυτόνομης, λογικής και ελεύθερης, που θα έχει συνειδητοποιήσει το είναι της και την αξία της και που δε θα παραμένει αιχμάλωτη των έξεών της, όπως δεν αιχμαλωτίζεται και από τα ένστικτά της. Χωρίς αυτή την ελευθερία, την αυτονομία, η κατάφαση της προσωπικότητας παραμένει αθέατη.
Η ειλικρίνεια είναι το ύψιστο αξίωμα της νόησης, το θάρρος είναι η ύπατη ευδοκίμηση της βούλησης, ώστε, για να εφοδιάσουμε το παιδί με βασικές ηθικές αρχές, που θα αποτελέσουν το βάθρο όλων των άλλων, οφείλουμε να καλλιεργήσουμε την ειλικρίνεια και το θάρρος. Χωρίς αυτές τις αρετές τίποτα το αξιόλογο δεν μπορεί να κατορθωθεί στα ανώτερα επίπεδα της ηθικής συναισθηματικότητας.
Το ψεύδος και η δειλία είναι αρχέγονες πηγές κάθε ηθικού εκπεσμού, είναι, ακόμη, τις περισσότερες φορές, φανέρωση κακίας, εκδήλωση κακής κοινωνικής προσαρμογής, δείγμα αδυναμίας του παιδιού ν’ αγαπήσει. Η δε κακία αποκαλύπτει μια εξαχρείωση της κυτταρικής ουσίας, έναν εκφυλισμό, μια παραμόρφωση του όντος.
Όμως, αξίζει να γνωρίσουμε τη ρίζα αυτής της διαστροφής. Προέρχεται από το γεγονός ότι η κοινωνικοποίηση δεν είναι η μόνη επιθυμία της ψυχικής ζωής, από το ότι συνυπάρχει και ο πόθος της ατομικότητας, η επιθυμία του ατόμου να ανήκει μόνο στον εαυτό του και να απομακρυνθεί από τον άλλο, επειδή δε συμφωνεί μ’ αυτόν.
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, που κάποιος λόγος, μια έντονη πείρα του πόνου, μια πνευματική απώθηση παρωθεί το παιδί στη μόνωση. Πρέπει, λοιπόν, να προσέχουμε ιδιαίτερα τις πρώτες κοινωνικές ενέργειες του παιδιού. Ο RENE HUBERT γράφει: «Η κακία, τις περισσότερες φορές, δεν είναι παρά μια τρυφερότητα, που δεν βρήκε ανταπόκριση, που απωθήθηκε και ερεθίστηκε. Ύστερα γίνεται πια συνήθεια, γιατί είναι πιο εύκολη από την καλοσύνη, δεν χρειάζεται καθόλου αυταπάρνηση και, ακόμη, έχει κι αυτή τις χάρες της». (22)
Το ψέμα, η δειλία και η κακία δεν αποτελούν στοιχεία της φύσης ενός φυσιολογικού ατόμου. Αναπτύσσονται όπου υπάρχει κακή κοινωνική προσαρμογή, όπου το άτομο δεν μπορεί να ενταχτεί ομαλά στο περιβάλλον. Το πραγματικό ώστε ηθικό πρόβλημα είναι η εξασφάλιση των απαραίτητων συνθηκών για την απρόσκοπτη ανάπτυξη της παιδικής κοινωνικοποίησης. Ας έχουμε υπόψη μας το παιδαγωγικό αξίωμα: «Η κοινωνία έρχεται στο παιδί με την υποχρέωση της σχολικής εργασίας. Το παιδί πηγαίνει προς την κοινωνία με το ομαδικό παιχνίδι». Όταν αρμονικά και σύμμετρα επιτύχουμε το συγκερασμό των δύο αυτών κινήσεων, τότε η προσπάθειά μας εξασφαλίζει το χαρακτηρισμό της επιτυχημένης αγωγής και η κοινωνικοποίηση του ατόμου ακολουθεί το φυσικό της δρόμο.
Η εφηβεία είναι η ηλικία, στην οποία ο εγωκεντρισμός έχει σχεδόν εκμηδενιστεί. Η συναισθηματική φαντασία μεταφέρει το άτομο στη θέση του άλλου, λυπάται μαζί του. Η γυμνωμένη ευαισθησία συγκινείται βαθύτατα στη θέα των κοινωνικών δυστυχιών. Τότε ο παιδαγωγός μπορεί να ευρύνει, αποτελεσματικά, τα συναισθήματα της συμπάθειας. Πρέπει, όμως, να εργαστεί επίμονα, σ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας, παρορμώντας τους έφηβους στην εκτέλεση πράξεων ικανών ν’ ανακουφίσουν τους δυστυχισμένους, ώστε τα συναισθήματα, που θα αναπτυχθούν από τη γνωριμία του πόνου, να διατηρηθούν σαν ένα θετικό στοιχείο στην ηθική συγκρότηση του ώριμου ανθρώπου.
Έτσι, κατακτάται η αρετή της μεγαλοψυχίας. Εδώ κρίνεται πρόσφορο να παραθέσουμε αυτά που γράφει ο τακτικός καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών Νικ. Γ. Μελανίτης: «Εκ πάντων των ανωτέρω καταφαίνεται ο σκοπός, προς τον οποίον δέον να κατατείνη η καλλιέργεια του συναισθήματος του νέου ανθρώπου, και κατ’ εξοχήν του εφήβου, και αι ευθύναι, τας οποίας υπέχουν πάντες οι παράγοντες της αγωγής, όσον αφορά εις την επίτευξιν αυτού. Συνάγεται, προς τούτοις εξ αυτών, ότι μόνη η πνευματική καλλιέργεια του υπό ανάπτυξιν ανθρώπου, πράγμα το οποίον επεδιώκετο παλαιότερον, είναι μονομερής, διότι η διάνοια δεν είναι εκείνη ιδία, η οποία μεταβάλλει αυτόν εις όντως ανθρωπίνην ύπαρξιν, ήτοι εις πρόσωπον δυνάμενον να αισθάνεται την χαράν και την λύπην του άλλου ως ιδικά του και αναλαμβάνον πάσαν προσπάθειαν, ίνα έλθη αρωγόν εις τον πλησίον του εις οιανδήποτε δυσχέρειαν, την οποία αντιμετωπίζει εις την ζωήν του, αλλά προ παντός η λελογισμένη εξέλιξις του συναισθήματος και κατά δεύτερον λόγον αυτή». (23)
Διαρκής προσπάθεια της αγωγής είναι η εύστοχη ενσωμάτωση του τροφίμου στην εθνική ομάδα και η σωστή καλλιέργεια του πολιτειακού συναισθήματος. Η εφηβική ηλικία ή και τα χρόνια που προηγούνται αμέσως από αυτή προσφέρονται, αποτελεσματικότερα, για την πραγμάτωση των σκοπών αυτών. Η απομάκρυνση του παιδιού από τον αρχικό εγωκεντρισμό του και τις εγωιστικές του ασχολίες με το πλάσιμό του μέσα στην ψυχή της ομάδας, η ανάπτυξη ενός καθολικού πνεύματος αγάπης και θυσίας, η επαφή του με την καθολική άνθηση της ψυχής του Γένους στηρίζουν και εξασφαλίζουν τη συμμετοχή του νέου στην κοινή πνευματικότητα όλου του λαού.
Αλλά, αναμφίβολα, η ορθή καλλιέργεια του εθνικού συναισθήματος απαιτεί την προβολή του όλου έργου του έθνους σε όλους τους τομείς και όχι μόνο στους πιο εντυπωσιακούς, θέλει την παρουσίαση της συνεργασίας στο εθνικό έργο όλων των λαϊκών τάξεων, ζητεί τη διευκρίνιση ότι η εθνική εργασία δεν είναι αυθύπαρκτη, αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά ένα μέρος του παναθρώπινου έργου, αξιώνει τη φανέρωση αυτών που οφείλουμε στις ξένες επιδράσεις και αυτών που οι άλλοι χρεωστούν στη δική μας πνευματική και πολιτιστική προσφορά.
Η ύπαρξη του Κράτους είναι συνυφασμένη με τη θέση των νόμων, τη γνώση τους και την υπακοή των πολιτών σ’ αυτούς. Ο πρύτανης της Παντείου Γεώργιος Μ. Παπαχατζής αναφέρει: «Ήτο, κατ’ ακολουθίαν, επιβεβλημένον, χάριν αυτής της υποστάσεως κοινωνικών συνόλων, να ρυθμισθώσι δι’ υποχρεωτικών κανόνων αι εξουσίαι βουλήσεως των εν τη χώρα ανθρώπων, τασσομένων ωρισμένων ορίων εις αυτάς, εις τρόπον ώστε εις έκαστον άτομον να προσήκη συγκεκριμένη τις σφαίρα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων». (24) Βασικό λοιπόν μέλημα της ηθικής αγωγής είναι να συνειδητοποιήσουν οι νέοι ότι μπορούν να έχουν διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη με αυτά που ιδρύουν και επιβάλλουν οι νόμοι, όμως, είναι απαραίτητο να σέβονται και να υποτάσσονται σ’ αυτούς, όταν, βέβαια, πηγάζουν αναντίρρητα από την εθνική θέληση και εκφράζουν τη βούληση του λαού να είναι ρυθμιστής της τύχης του και κύριος των πεπρωμένων του, γιατί σεβασμός σε νόμους, που επιβάλλονται με την ωμή βία, δεν οφείλεται. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί αυτό που σχετικά γράφει ο RENE HUΒΕΡΤ: «Το να υπακούης στους δίκαιους νόμους, να αγωνίζεσαι εναντίον των καταπιεστικών νόμων, αυτή είναι η διπλή μορφή του πολιτειακού συναισθήματος. Ο πολίτης, που ορθώνεται εναντίον της παράνομης βίας, που του επιβλήθηκε, υπερασπίζει τα ίδια θεμέλια, που επάνω τους στηρίζεται το Κράτος». (25)
Η ορθή και γνήσια καλλιέργεια του εθνικού και πολιτειακού συναισθήματος δίνουν τη δυνατότητα της απόκτησης της έννοιας του ανθρώπου, της κατάκτησης του βαθύτερου ανθρώπινου στοιχείου στον άνθρωπο. Έτσι, το αναπτυσσόμενο άτομο θα κατανοήσει πως το Έθνος του ξεπέρασε τα εθνικά όρια και άγγιξε την παγκοσμιότητα, δε θα μείνει παθολογικά προσκολλημένο στη φυλή του, στο λαό του, θα απαντήσει στις κλήσεις του πνεύματος, «δε θα μείνει ο άνθρωπος της ομάδας του, αλλά θα γίνει ο άνθρωπος της ανθρωπότητας».
Θα πειστεί ότι πάνω από τους εξατομικευμένους πολιτισμούς υπάρχει ένας κοινός για όλους τους λαούς πολιτισμός, άξιος σεβασμού και προστασίας.
Θα αντιληφθεί, σαφώς, ο νέος την ανάγκη ύπαρξης Διεθνούς Κοινότητας, η οποία, όπως αναγράφει ο καθηγητής της Παντείου Γεώργιος Κ. Τενεκίδης, «είναι προϊόν των μεταξύ των κρατών υφισταμένων οικονομικών ή άλλης φύσεως σχέσεων». (26)
Η Διεθνής Δικαιοταξία, σύστημα νομικών ορισμών και θεσμών, που σκοπεί την έννομη ρύθμιση των διαπολιτειακών βιοτικών σχέσεων, θα πρέπει να περιβάλλεται από παγκόσμιο σεβασμό.
Αν η ηθικοπολιτική αγωγή θεραπεύει τη «δίκην» και την «αιδώ», τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, αν συντρέχει το Διεθνές Δίκαιο, που είναι το δίκαιο της ανθρωπότητας, αν περιθάλπει την κατάφαση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας ανεξάρτητα από κάθε διάκριση φυλής, λαού, χρώματος, τάξης και θρησκείας, αν στηρίζει την ορθολογιστική σκέψη και προωθεί την είσοδο των λαών στον κύκλο του παγκόσμιου πολιτισμού, τότε εξανθρωπίζει το άτομο και δεν το εκφυλίζει, διευκολύνει την πολύπλευρη και πολύπλοκη διεθνή ζωή, ακόμη δε πληθύνει τις ειρηνιστικές σε πνεύμα αλληλεγγύης και περιορίζει τις ιδιοτελείς σε πνεύμα ηγεμόνευσης τάσεις των κρατών. Τότε δε θα θρηνούσαμε και στις μέρες μας τη λαίλαπα της σκιάς του τρόμου και του ολέθρου στο όμορφο νησί της Αφροδίτης…
Όλο αυτό το ευαίσθητο σύστημα της ηθικής αγωγής τίθεται σε κίνηση, κυρίως, από το μυστικό κόσμο της ψυχικής ζωής του παιδαγωγού.
«Ο παιδαγωγός είναι ο φορέας αξιών, που το ιδανικό τους είναι μεταδοτικό, γιατί ο λόγος του είναι μια πρόσκληση στο παιδί να σκέπτεται όπως αυτός, η πράξη του είναι μια παράκληση στο παιδί να ενεργεί όπως αυτός, αλλά και ο λόγος του και η πράξη του δεν είναι αρκετά για να εκφράσουν την τρυφερότητα, που νοιώθει για το παιδί που αυτό το παιδί το αισθάνεται αυθόρμητα. Η ηθική αγωγή είναι μια ταύτιση συνειδήσεων σ’ ένα βαθμό, που δεν έχει κατορθώσει ακόμη ούτε η πνευματική καλλιέργεια, ούτε η πρακτική μόρφωση». (27)
Ανάβει, πάντα, τη θρυαλλίδα της ηθικής ενέργειας η ακατασίγαστη δημιουργική ανησυχία του Εκπαιδευτικού. Γιατί «εκείνο, που παράγει αυτός, είναι τα σπέρματα της σοφίας και της αρετής, τα οποία, θρεμμένα μέσα στις ψυχές των μαθητών, θα διασπέρνωνται συνέχεια στις γενεές του μέλλοντος, που είναι εκτενέστερο και πλατύτερο από το μέλλον της σάρκας». (28)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
- Μέγα Φαράντου, Δογματική και Ηθική, Αθήναι, 1973 σελ. 118
- Αριστοτέλη, Πολιτικά, Α΄, 2 1252b – 1253α
- Πλάτωνα, Νόμοι 740α
- Πλάτωνα, Πρωταγόρας, 322C
- Πλάτωνα, Πρωταγόρας, 322d
- Κων/νου Δεσποτόπουλου, Μελετήματα Πολιτικής Φιλοσοφίας, Αθήναι, 1975, σελ. 16
- Ματθαίου, ε΄, 48
- Αποστόλου Παύλου, Β΄ Κορ. γ΄, 6, Κολ. α΄, 12
- Ματθαίου, κε΄, 40
- Μέγα Φαράντου, Δογματική και Ηθική, Αθήναι, 1973, σελ. 178
- Ιωάννη Χαραλαμπόπουλου, Γενική Παιδαγωγική, έκδ. δευτέρα, Αθήναι, 1973 σελ. 360
- Έριχ Φρομ, Η υγιής κοινωνία, έκδ. τρίτη, μτφρ. Δημ. Θεοδωρακάτου, Αθήνα, 1973, σελ. 217.
- Αποστόλου Παύλου, Ρωμ. ζ΄, 23
- Ματθαίου, κγ΄, 6
- Μάρκου, ι΄, 42 εξ.
- Λουκά, ιη΄, 11 εξ. Και Αποστόλου Παύλου, Ρωμ. β΄, 17 εξ.
- Κων/νου Δεσποτόπουλου, Μελετήματα Πολιτικής Φιλοσοφίας, Αθήναι, 1975, σελ. 18-19
- Αρ. Ασπιώτη, Το παιδί και η θρησκευτική διαπαιδαγώγησις, Αθήναι, 1962, σελ. 47
- Αντωνίου Τσίριμπα, Γενική Παιδαγωγική, Αθήναι, 1972, σελ. 205
- RENE HUBERT, Γενική Παιδαγωγική, μτφρ. Κων.Κίτσου – Βασ. Σκουλάτου, Αθήναι, 1972, σελ. 506
- Αρ. Ασπιώτη, Το παιδί και η κοινωνική του ζωή, Αθήναι, 1962, σελ. 104
- RENE HUBERT, Γενική Παιδαγωγική, μτφρ. Κων. Κίτσου – Βασ. Σκουλάτου, Αθήναι, 1972, σελ. 515
- Νικ. Γ. Μελανίτη, Η εφηβική ηλικία και τα προβλήματα αυτής, Αθήναι, 1972, σελ. 243
- Γεωργίου Π. Παπαχατζή, Σύστημα του εν Ελλάδι ισχύοντος διοικητικού δικαίου, έκ. τετάρτη, Αθήναι, 1965, σελ. 49.
- RENE HUBERT, Γενική Παιδαγωγική, μτφρ. Κων. Κίτσου – Βασ. Σκουλάτου, Αθήναι, 1972, σελ. 523
- Γεωργίου Κ. Τενεκίδη, Δημόσιον Διεθνές Δίκαιον, Αθήναι, 1975, τόμος Α΄, τμήμα πρώτον, σελ. 30
- RENE HUBERT Γενική Παιδαγωγική, μτφρ. Κων. Κίτσου – Βασ. Σκουλάτου, Αθήναι, 1972, σελ. 509
- ZEAN CHATEAU, Oι μεγάλοι παιδαγωγοί, Αθήναι,1958, σελ. 48 – 49
Ζάκυνθος,Απρίλιος 1980
Δημοσιεύτηκε στα αριθ. 272/3-5-1980και 273/10-5-1980 φύλλα της εφημερίδας Ζακύνθου «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ».