ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ – ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

«Όσο περισσότερο εξαπλώνεται η αγάπη,

τόσο περισσότερο το αιώνιο φως φωτίζει

τις ψυχές με τις θείες ακτίνες του»

ΔΑΝΤΗΣ

 

Στην αρχαία κοινωνία, της κλασικής τουλάχιστον εποχής, η ανθρώπινη προσωπικότητα πιέζεται από την ιδέα του κράτους και του πανθεϊσμού. Ο άνθρωπος, κατά την εποχή εκείνη, όπως καταφαίνεται από τον Πλάτωνα (1) και τον Αριστοτέλη (2), νοείται, είναι τέλειος και έχει αξία ως άτομο της πόλης, ως πολίτης υπηρετώντας την πατρίδα. Πιέζεται, αλλά δεν εκμηδενίζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα, προβάλλεται θαυμαστή του λογισμού της η καρποφορία και θαυμαστότερη φανερώνεται της ψυχής της η ανθοφορία.

Οι Έλληνες πρώτοι, μέσα στον πανθεΐζοντα κόσμο της προχριστιανικής αρχαιότητας, με φυσιολογικό αντιδραστικό σπασμό της απαράμιλλης δημιουργικότητάς τους, συνέλαβαν την ουσία του ανθρώπου, κατανόησαν το υψηλοφάνταστο μεγαλείο του και πρόβαλαν τη σπουδαιότητα του ανθρώπινου νου, τονίζοντας τα υπερχρονικά σκιρτήματα και τους αρχέτυπους σεισμούς του στοχασμού του. Οι Έλληνες, μεταξύ του αρχαίου εθνικού κόσμου, έθεσαν σαν σκοπό της αγωγής την εξευγένιση και την καλλιέργεια του ανθρώπου: «Ως χάριέν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η». (3) Ο δε Πλάτωνας όρισε σαν σκοπό της αγωγής την ομοίωση προς το Θεό. (4)

Στο «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» (5) του Πρωταγόρα, ο θείος Πλάτωνας αντιπαράταξε το «ο δη θεός ημών πάντων χρημάτων μέτρον αν είη μάλιστα και πολύ μάλλον ή που τις, ως φάσιν, άνθρωπος».

Ορθά, λοιπόν, ο σοφός JAEGER χαρακτηρίζει τον κόσμο του Ομήρου, του Σωκράτη και του Πλάτωνα ανθρωποκεντρικό και θεοκεντρικό, με την έννοια ότι ο άνθρωπος και η ζωή του προέχουν, ο Θεός, όμως, αποτελεί το κέντρο του κόσμου τούτου. Δίνεται, έτσι, το βαθύρριζο νόημα της ανθρώπινης προσωπικότητας στην πρώτη της γέννηση, στην αιώνια ανανέωσή της, στην αέναη αναγέννησή της, στην ατελεύτητη ανακύκλησή της.

Έτσι, κατάφωτη από θεϊκή αποκάλυψη, η αχειροποίητη και άκρατη ψυχή της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας γαλούχησε, στα ύστατα ζώπυρά της, την ανέσπερου φωτός ιδέα του Ουμανισμού ή Ανθρωπισμού, δηλαδή την εκπαίδευση και τη συμπεριφορά, που αρμόζει στον άνθρωπο, αυτή που «του ΄σπασε τ’ ατόφιο γυαλί της μοναξιάς, τάραξε την επιφάνεια της ακύμαντης νεκρής αταραξίας του» / Κλήμης/.

Η Ελληνική Ψυχή, ασύλληπτη, αμάραντη, αδάμαστη, διατηρεί όχι μόνο ζωντανό αλλά και ελεύθερο, όχι μόνο ελεύθερο αλλά και ενεργό τον Ουμανισμό και, με μια μυστηριώδη επενέργεια, τον αποσπά από τους χώρους του παρελθόντος και τον εξακοντίζει στους καιρούς του μέλλοντος.

Το ουμανιστικό κίνημα, που εντοπίζεται κυρίως στα έτη 1453 – 1517, αποτέλεσε, με βασικό λίκνο την Ιταλία, ένα ευρύ πολιτικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό φαινόμενο. Εμφανίζεται σαν υπέρμαχος της ελευθερίας, της σκέψης και του κριτικού πνεύματος.

Κατά τον καθηγητή της Παντείου Γεώργιο Κ. Βλάχο, « ο ουμανισμός δεν κατέρριψε, φυσικά, τις εθνολογικές ή τις εθνικές διακρίσεις, ούτε κατόρθωσε – ούτε άλλωστε και το επεδίωξε άμεσα – να διαπλάση μια ενιαία πολιτική συνείδηση των λαών της Ευρώπης.

Υπήρξε, ωστόσο, στο σύνολό του υπέρμαχος ενός σταθερού φιλειρηνικού και ανθρωπιστικού ιδεώδες και συνετέλεσε στην αποκρυστάλλωση ενός ευρύτερου πολιτιστικού πλαισίου, μέσα στο οποίο, επί πολλούς αιώνες, εξετράφηκε η Ευρωπαϊκή σκέψη». (6)

Ο δε επονομαζόμενος Δημοκρατικός Ουμανισμός, έχοντας υπόψη ότι οι φωτερές ηθικές αξίες αποτελούν την αρραγή κρηπίδα της Δημοκρατίας και στοχεύοντας στον εξανθρωπισμό του κράτους, αποβλέπει στη σφιχτή διασύνδεση κράτους και ανθρώπου και επιδιώκει τη δημοκρατικοποίηση της κοινωνίας και την εμπέδωση κοινωνικής δημοκρατίας, στους ζωοποιούς χυμούς και ανθοφόρες δυνάμεις της οποίας προσιδιάζει ο ανθρωπισμός, αφού αυτή είναι η άυλη κιβωτός των αΐδιων αξιών, που κανένας κατακλυσμός δεν μπορεί να την καταποντίσει.

Κατά τη χριστιανική ανθρωπολογία, ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό σαν ψυχοσωματικό ον και είναι εικόνα του Θεού, πράγμα που σημαίνει, αφ’ ενός μεν ότι ο άνθρωπος είναι προσωπικότητα και ότι έχει σύμφυτη τη φορά προς το Θεό και προς τον πλησίον του, αφ’ ετέρου δε ότι, δια μέσου της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον, είναι προορισμένος να εξομοιωθεί προς το Θεό. Σχετικά ο έκτ. Καθηγητής του Παν/μίου Βόνν και εντ. Υφηγητής του Παν/μίου Αθηνών Μέγας Φαράντος επισημαίνει: «Ο άνθρωπος, προσερχόμενος εις τον Θεόν, ου μόνον πληροφορείται περί του περιεχομένου του θείου θελήματος, αλλά και λαμβάνει δύναμιν αναγεννήσεως και αγιασμού παρ΄Αυτού» (7) και η «Χριστιανική Ηθική είναι, κατ’ ουσίαν, κοινωνική Ηθική, εις το βάθος της είναι ανθρωπισμός, αγάπη προς τον συνάνθρωπον. Ο συνάνθρωπος λαμβάνει άπειρον αξίαν εις τα όμματα του πιστού, σχεδόν ταυτιζόμενος προς τον Θεόν, το ύψιστον Αγαθόν». (8)

Η αγάπη, τα ευώδη άνθη της ψυχής, το ξεχείλισμα της εσωτερικής ομορφιάς του ανθρώπου, αρμονικά ζυγίζει στη λαμπρότερη παράταξη το μονισμό και το δυϊσμό, τον «εντελή ησυχασμό και την αδιάκοπη ενεργητικότητα», αδιάθλαστα ευθυγραμμίζει στο περιστύλιο των υψηλών ιδανικών την προσφορά και τη θυσία, τη δράση και την ελευθερία, γιατί, όπως αναφέρει ο Ταγκόρ, «μόνον ό,τι γίνεται από αγάπη γίνεται ελεύθερα. Γι’ αυτό, όταν εργάζεται κανείς από αγάπη, βρίσκει την ελευθερία μέσα στη δράση.

Και αυτά μεν συνιστούν τη «φαεινή όψη» της εικόνας του ανθρώπου, το «άφραστον θαύμα», για το οποίο μιλεί ο PASCAL και το οποίο πυρπολεί την ψυχή του Σοφοκλή, όταν γεμάτος ανυπόκριτο θαυμασμό τον αίνο αναπέμπει για τα μεγαλουργήματα του ανθρώπου: «Πολλά τα δεινά κουδέν πέλει δεινότερον ανθρώπου». (9)

Αλλ’ ο άνθρωπος παρουσιάζει δυστυχώς και «σκοτεινή όψη», την οποία χαλκεύει η αμαρτία με τα θλιβερά της επακόλουθα. Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και έλαβε τη ζωή απ’ Αυτόν, αλλά δεν τήρησε το θέλημα του Θεού και απομακρύνθηκε απ’ Αυτόν, οδηγούμενος στη φθορά και στο θάνατο.

Κατά τον πρύτανη του Παν/μίου Αθηνών και Ακαδημαϊκό Π.Ι. Μπρατσιώτη, «αποτέλεσμα της αμαρτίας είναι η αμαύρωσις της θείας εικόνος εν τω ανθρώπω, η διαστροφή και η εξασθένισις της ανθρώπινης φύσεως, το φυσικόν και ηθικόν εν τω κόσμω κακόν και ο θάνατος, ο τε φυσικός και πνευματικός». (10) Είναι η αθλιότητα του ανθρώπινου βίου, την οποία διεκτραγωδούν και θρηνούν όχι μόνο οι Άγιες Γραφές αλλά οι Εβραίοι και οι Έλληνες και Ρωμαίοι ποιητές. Έτσι, ο Όμηρος ψάλλει: «Οίη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών. Φύλλα τα μεν τ’ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δε θ’ ύλη τηλεθόωσα φύει, έαρος δ’ επιγίγνεται ώρη, ως ανδρών γενεή η μεν φύει η δ’ απολήγει. (11)

Και πάλι ο PASCAL τονίζει: «ο άνθρωπος γνωρίζει την αθλιότητά του, αλλ’ είναι μέγας, αφού το γνωρίζει. Πάσαι αι αθλιότητές του αποδεικνύουν το μεγαλείο του, είναι αθλιότητες ενός μεγάλου κυρίου, ενός εκθρονισθέντος βασιλέως».

Αλλ’ ο χριστιανισμός δε μένει στον εντοπισμό και την επισήμανση της αθλιότητας του ανθρώπου, της παραλλήλου με το μεγαλείο του. συγχρόνως υποδεικνύει και παρέχει τους τρόπους υπερκέρασης αυτής. Κατ’ αποδοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο άνθρωπος δυστυχεί εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά δεν καταστράφηκε, ολοκληρωτικά, «η εν αυτώ εικών του Θεού». Έχει τη σωτήρια ικανότητα στην Εκκλησία να ηθικοποιείται το άτομο. Λυτρώνεται από τις αμαρτίες του και γίνεται μέτοχο της ζωής του Χριστού. Ενδυναμώνεται από Αυτόν με το αίμα Του και «ικανούται» (12) να ζει τη ζωή του Χριστού σαν προσωπική του ζωή.

Και τούτο είναι αναντίρρητο και αδιάψευστο, αφού «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (13) και αφού ο Θεός, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, «εγένετο άνθρωπος ίνα ημείς θεωθώμεν», δηλαδή για να ομοιάσουμε με το Θεό και να γίνουμε μέτοχοι της θείας δόξας.

Αναμφίβολα, από τη σχέση του ανθρώπου προς το Θεό απορρέουν αγαθά, βραβείο και στέφανος, αφού, για το Χριστιανισμό, μόνο γνωρίζοντας το Θεό, την πηγή της αλήθειας και του αγαθού, μπορούμε να γνωρίσουμε τι είναι και πώς πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος.

Ο άνθρωπος αναζήτησε παντού το ηθικό αγαθό, «όπου υπάρχει η ενόμισεν ότι υπάρχει πραγματικότης. Εις την σφαίραν του επέκεινα, εις τον φυσικόν κόσμον και εις εαυτόν και τας δυνάμεις του».

Υπάρχει και το βρήκε πλησίον σ’ Εκείνον, που έπαθε για τη σωτηρία μας και εκάθισε «εκ δεξιών του Πατρός», αφού μας έδωσε τη ζωή Του «τύπον και υπογραμμόν» προς μίμηση, για να γίνουμε, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «σύμμορφοι της εικόνος Αυτού». (14)

Το ιδανικό της Χριστιανικής Ανθρωπολογίας και Ηθικής είναι η επανενσάρκωση της θείας εικόνας, ακολουθώντας με ένθεο ζήλο και ενδόφωτη και ενεργητική βίωση τη ζωή του Ι. Χριστού, Αυτού που ανάπλασε σ’ όλη την αστραπόφωτη λάμψη του το αρχέγονο κάλλος της εικόνας, δηλαδή της ψυχής και της ανθρώπινης προσωπικότητητας, που αποτελεί, κατά τη χριστιανική έννοια, το πολυτιμότερο αγαθό.

«Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού». (15)

Στη Χριστιανική Ηθική και Ανθρωπολογία, ο Χριστός δεν παρουσιάζεται σαν απλό ηθικό πρότυπο προς μίμηση, «εκτός και έναντι ημών μόνον ιστάμενος, αλλ’ αποτελεί πηγή δυνάμεως και ζωής, ερχόμενος και «εν ημίν» (16) ουχί συμβολικώς αλλά πραγματικώς και ανακαινίζων την ζωήν ημών δια θυσίας της ζωής αυτού και της μεταδόσεως εις ημάς του Σώματος και του Αίματος Αυτού». (17)

Βέβαια, η υμνωδία του Χριστιανισμού, για την ψυχή και την προσωπικότητα, δεν υποδηλώνει υποτίμηση του σώματος. Ο καθηγητής Νικόλαος Νησιώτης τονίζει: «η ίδια η φύση, σαν κτίσμα του Θεού, γνωρίζει στην Αγία Γραφή την υψηλότερη αξιολόγησή της μέχρι σημείου να θεωρείται ότι συμπάσχει με τον άνθρωπο και ελευθερώνεται με αυτόν σαν αναγεννημένη ύπαρξη. (18) Έτσι, το ανθρώπινο σώμα αξιολογείται ακόμη περισσότερο και ονομάζεται «Ναός του Αγίου Πνεύματος» (19) και, επομένως,, «δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών». (20/21)

Καταφαίνεται, λοιπόν, έκδηλα η μεγάλη αξία του ανθρώπινου σώματος για το Χριστιανισμό, αφού, αναμφίβολα, δεν είναι δεσμωτήριο της ψυχής αλλά κατοικητήριο αυτής.

Η Χριστιανική Ανθρωπολογία και Ηθική είναι στην ουσία της κοινωνική ηθική, είναι στο βάθος της αγάπη προς το συνάνθρωπο.

Ο πλησίον παίρνει για τον πιστό άπειρη αξία, σχεδόν ταυτίζεται με το Θεό, το Απόλυτο Αγαθό. Η Χριστιανική Ηθική αποδεσμεύει τον άνθρωπο από τη μόνωση και τη μοναξιά και τον οδηγεί σε σχέση και συνάντηση με τον πλησίον. Έτσι, εκφεύγει από την Ηθική του Μυστικισμού, την ηθική της ησυχίας και του στοχασμού και από την Ηθική της Συνειδήσεως, η οποία ικανοποιείται και εφησυχάζει στη «φωνή» της, που πολλές φορές αυτή η φωνή προβάλλει τις προσωπικές απαιτήσεις και ικανοποιεί τα προσωπικά συμφέροντα καθενός.

Η αγάπη του πιστού προς το συνάνθρωπο εκδηλώνεται σαν διακονία, αφού η ζωή του Χριστού ολόκληρη ήταν διακονία και ευεργεσία προς τους ανθρώπους. «Διήλθεν ευεργετών», τονίζει ο Απόστολος Πέτρος. (22)

Βρίσκεται κοντά στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, προτιμά τους πεινώντες και πάσχοντες και η θέση Του είναι πλησίον των αμαρτωλών. Η πιο ουσιώδης έκφραση της πραγματικής σχέσης και κοινωνίας του Χριστού προς τον Πατέρα – Θεό είναι η πλήρης και τέλεια υποταγή του Υιού στο θείο θέλημα, οι δε χαρακτηριστικότερες αρετές Του ήταν η ταπείνωση και η αγάπη. «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (23) και «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». (24)

Η μίμηση των αρετών αυτών οδηγεί, ασφαλώς, στη βαθύτατη πραγμάτωση της ανθρώπινης ύπαρξης, στην ελευθέρωση από τη δουλεία, στην αποφυλάκιση από τη μοναξιά και από τις κοσμικές δυνάμεις, που κατακυριέυουν με διάφορες μορφές τη ζωή του ανθρώπου / σαρκολατρεία, χρηματολατρεία, κτλ./, τοποθετεί τον άνθρωπο ορθά μέσα στο χώρο του πραγματικού και του παρέχει την αληθινή ελευθερία. Δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα της συμμετοχής στην «εν Χριστώ καινή κτίσιν», (25), όπου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλύ. Πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού». (26)

Η μίμηση αυτή και η ανάπλαση στον άνθρωπο της θείας εικόνας είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων, «του ανθρωπίνου, δηλ. της εν μετανοία πλήρους προσπαθείας του ανθρώπου και του θείου, δηλ. της θείας χάριτος, άνευ της οποίας είναι αδύνατος η πραγματοποίησις της χριστιανικής αρετής και της σωτηρίας του ανθρώπου». (27)

Ο Χριστιανικός Ανθρωπισμός, λοιπόν, θεωρεί την ανθρώπινη ψυχή, την ανθρώπινη προσωπικότητα σαν το κυριότατο αγαθό. Την προσωπικότητα, που συνδέεται, άρρηκτα και υπεύθυνα, με τον πλησίον και το Θεό, αφού ο Θεός του επέκεινα / Θεϊσμός/, ο απρόσιτος, ο απλησίαστος και ακατάληπτος, γίνεται «εν Χριστώ» άνθρωπος, δηλαδή κοσμική και ιστορική πραγματικότητα και πραγματοποιείται, έτσι, η ένωση Αυτού με τους ανθρώπους, οι οποίοι γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως». (28)

Αναγνωρίζει ο Χριστιανικός Ανθρωπισμός και τη μεγάλη αξία του σώματος, αφού είναι «ναός του Θεού». (29)

Και ο κόσμος τούτος, για τον πιστό, δε στερείται σημασίας και αξίας. Ο φυσικός κόσμος είναι συνδημιουργία, που συζεί και συμμερίζεται τη ζωή του ανθρώπου, δηλαδή «συστενάζει και συνωδίνει» με αυτόν, εξαιτίας των αμαρτιών του. Η προικισμένη με εμψυχωτική γοητεία φύση υπηρετεί τον άνθρωπο, υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, που είναι ο μόνος κύριός της. Ο χριστιανός, απλός οικονόμος του Θεού στη δημιουργία Του, που θεωρείται πεδίο δοκιμασίας του ανθρώπου, δικαιούται να απολαύει των εγκόσμιων αγαθών.

Αλλά, κατά τη χριστιανική πίστη, το ανθρώπινο πρόσωπο εκτείνεται πέρα και πιο πάνω από τη φύση και ευρίσκει την τελείωσή του στο Θεό. Δεν πρέπει να λησμονεί ο άνθρωπος ότι υπάρχει γι’ αυτόν και άλλη ζωή, ψηλότερη, λαμπρότερη, ζωή αιώνια, παντοτινή, όπου μέλλουν να υλοποιηθούν τα υψηλά ιδανικά και να βρουν την άνθησή τους οι ευγενείς του πόθοι. «Ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (30) και «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν», (31) «την άνω Ιερουσαλήμ». (32)

Για τούτο, ο πιστός, συνεχώς, «τα άνω ζητεί… τα άνω φρονεί, μη τα επί της γης». (33) Σε κάθε ενέργειά του, κυρίαρχη πρόθεση είναι να εκτελεί το θέλημα του Θεού, η ζωή του είναι διαρκής «κένωσις», αγώνας ενάντια στην αμαρτία, συνεχής μετάνοια και ατελεύτητη προσπάθεια απαλλαγής από την απαισιοδοξία, που του επισωρεύει η ενατένιση της αμαρτίας.

Κατά το Χριστιανικό Ανθρωπισμό, η απαισιοδοξία αυτή του πιστού κατανικάται από τη στερρή και ένεθη πίστη στο Θεό και στο Χριστό και στον τελικό θρίαμβο του αγαθού ενάντια στο κακό. Εγγύηση του θριάμβου αυτού αποτελεί η Ανάσταση του Σωτήρα. Αισιοδοξία μάς πλημμυρίζει η εντολή του Χριστού προς του μαθητές Του: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον». (34)

Η αισιοδοξία αυτή, άφθονο πηγαίο ανάβλυσμα της δύναμης της αληθινής ζωής, αποτελεί την ακατασίγαστη δημιουργική ανησυχία του χριστιανού, που τον ωθεί, ακατάπαυστα και ακατανίκητα,στην κατανίκηση του κακού, στην άχραντη αγνότητα της ψυχής, στην κατάφαση και καταξίωση, στο πλήρωμα και στην τελείωση της ύπαρξής του.

Οι αισιόδοξοι δεν υποτάσσονται στην τραγικότητα της ζωής, δεν ανέχονται το μηδενισμό των αξιών, γιατί, κατά τον Καρλάυλ, «η αισιοδοξία τους είναι η αρχή κάθε νίκης» και γιατί, κατά τον ΄Ιψεν, «πίσω από τη νύκτα, πίσω από το θάνατο, βλέπουν την αυγή που χαράζει». Αυτό είναι και το νόημα της αναγγελίας του Απόστολου Ιωάννη «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (35)

Ο Χριστιανικός Ανθρωπισμός, συνεπώς, αποτελεί αρραγές βάθρο της αγωγής, που αρμόζει στον άνθρωπο και αδιάσειστη κρηπίδα της ευτυχισμένης κοινωνίας και πολιτείας…

Αν επιχειρήσουμε μια σύγκριση Χριστιανικού Ανθρωπισμού και Ουμανισμού, θα διαπιστώσουμε ότι μεταξύ τους υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές. Εξαιτίας, όμως, της περιορισμένης αποστολής της εργασίας αυτής, θα αναφερθούν μόνο οι ομοιότητες, τις οποίες επισημαίνει ο πρύτανης του Παν/μίου Αθηνών και ακαδημαϊκός Π.Τ. Μπρατσιώτης: α/ Η αναγνώριση της αξίας του ανθρώπου και της υπεροχής των πνευματικών αγαθών έναντι των υλικών και της ηθικής αρετής έναντι της σωματικής ανδρείας. β/ Η αντίθεση προς τη φυσιοκρατία και τον ολοκληρωτισμό και γ/ Η βασική ιδέα, ότι ο άνθρωπος είναι ευμετάβλητος και επιδεκτικός αρκετών δυνατοτήτων, ώστε να μπορεί και σε Υιό του Θεού να αναδειχθεί και ζώο να παραμείνει.

Οι θεμελιώδεις αυτές ομοιότητες, παρά την ύπαρξη αρκετών διαφορών, που δεν εθίγησαν, κάνουν δυνατή την εναρμόνιση και συνεργασία Ουμανισμού και Χριστιανικού Ανθρωπισμού.

Πράγματι, τα ιδεώδη και ιδανικά του Χριστιανικού Ανθρωπισμού και τα διδάγματά του είναι απαραίτητα για τη θρησκευτική και ηθική διάπλαση του ανθρώπου, ενώ τα διδάγματα του Ουμανισμού, είναι απαραίτητα μεν για τη διανοητική, καλαισθητική και σωματική παίδευσή του, απλώς δε ωφέλιμα και για την ηθική ανατροφή του.

Το αρμονικό συνταίριασμα Ουμανισμού και Χριστιανικού Ανθρωπισμού μας αποκαλύπτει την ομορφιά της αγνότητας και την αξία αλλά και τη σκληρότητα της αλήθειας, μας φέρνει στην πίστη που είναι αλήθεια και στην αλήθεια που μάχεται να γίνει πίστη, μας οπτασιάζει και με πάμφωτη θεϊκή φανέρωση ακτινοβολεί στα υποσυνείδητα ότι είναι «ο κόσμος μάγεμα κι η ζωή γεμάτη φως ανέσπερο κάτω απ’ τη σκέπη κάποιας πίστης φλογερής».

Βέβαια, όπως λέει και ο ακαδημαϊκός Ε. Παπανούτσος, «θρησκεία έχομε παντού όπου υπάρχει μεταφυσικό βίωμα. Όπου δηλαδή ο άνθρωπος αισθάνεται το ρίγος του μυστηρίου και προσδοκά ένα θαύμα», αλλά, μακριά από κάθε νοσηρό εθνικισμό, έχουμε το δικαίωμα, από αναπόδραστη αντικειμενικότητα, να αναφωνήσουμε ότι ο Ελληνικός και Χριστιανικός Ανθρωπισμός πρέπει να συνδυαστεί και να εφαρμοστεί στην κατ’ εξοχήν ορθόδοξη χριστιανική χώρα, την Ελλάδα, την κοιτίδα του Ανθρωπισμού, στη χώρα, που ο λαός της είναι ο γνησιότερος κληρονόμος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, «καρπού ευκλεούς της ευλογημένης και θαυμαστής συζυγίας και της  παλιντόνου αρμονίας του ελληνικού και του χριστιανικού πνεύματος». (36)

«Ο Θεός χτυπά την πύλη της ψυχής με ένα λουλούδι ή με τον κεραυνό. Όπως κι αν ακουστεί η φωνή του Θεού μέσα μας, η ψυχή μας θα πλημμυρίσει με φως». (37) Και πράγματι, «δύο αισθήματα εμπνέει ο Θεός. Φόβο, όταν τον αισθάνεσαι σαν κάτι έξω από σένα και γαλήνη, όταν τον αισθάνεσαι μέσα σου, ταυτισμένο με σένα». Αυτόν τον ταυτισμό τον κυοφορεί, τον καλλιεργεί και τον γιγαντώνει ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, που δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τις θρησκευτικές και ηθικές αξίες του Χριστιανισμού, χωρίς τις αξίες του ελληνικού ανθρωπισμού, αλλά και βέβαια χωρίς ό,τι υγιές και σύμφωνο προς τις χριστιανικές και ελληνικές αρχές έχει να παρουσιάσει και να μας προσφέρει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Γαλουχημένοι με τα άφθαρτα αυτά ιδεώδη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, πλημμυρισμένοι από το θεϊκό φως, που θα απλωθεί σε κάθε σκέψη μας, σε κάθε ενέργειά μας, θα επαναλαμβάνουμε και θα κάνουμε πράξη ζωής τα ευφεγγή λόγια της προσευχής του Βολταίρου: «Αν οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι, ας μη μισούμαστε κι ας μην αλληλοσπαραζόμαστε μέσα στους κόλπους της ειρήνης κι ας χρησιμοποιούμε τη στιγμή της ύπαρξής μας για να ευλογούμε, όλοι το ίδιο, σε μύριες διαφορετικές γλώσσες, από το Σιάμ ως την Καλιφόρνια, την καλοσύνη που μας έχεις δώσει / Θεέ / αυτή τη στιγμή».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. «Του πολίτην γενέσθαι τέλεον, άρχειν  τε και άρχεσθαι επιστάμενον μετά δίκης». Πλάτωνα, Νόμοι Α 643 e
  2. «Ουδέ χρη νομίζειν αυτόν αυτού τινά είναι των πολιτών, αλλά πάντας της πόλεως, μόριον γαρ έκαστος της πόλεως». Αριστοτέλη, Πολιτ., 1337α, 27 – 29
  3. Μενάνδρου, Γν. μον. 562
  4. Πλάτωνα, Θεαίτητος, Πολιτεία
  5. Πρωταγόρα, χαμένο βιβλίο: «Αλήθεια ή καταβάλλοντες». Το πλήρες απόσπασμα έχει ως εξής: «Πάντων χρημάτων (= πραγμάτων) μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως εστίν, των δε ουκ όντων ως ουκ εστίν». Ιδέ Ε.Π. Παπανούτσου, Η κρίση του πολιτισμού μας, έκδοση ένατη, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1987, σελ. 225
  6. Γεωργίου Κ. Βλάχου, Εισαγωγή στην Ιστορία της Πολιτικής Σκέψεως, τόμος Ι, τεύχος Α΄, Αθήνα, 1975, σελ. 18
  7. Μέγα Φαράντου, Δογματική και Ηθική, Αθήναι, 1973, σελ. 166 – 167
  8. Μέγα Φαράντου, Δογματική και Ηθική, Αθήναι, 1973, σελ. 178.
  9. Σοφοκλή, Αντιγόνη, 332
  10. Χριστιανική Ένωσις Εκπ/κών Λειτουργών, Διαλέξεις, Αθήναι, 1955, σελ. 20 – 21
  11. Ομήρου, Ιλιάδα, Ζ 146 – 149
  12. Αποστόλου Παύλου, Β΄ Κορ. 3, 6. Κολ. 1,12
  13. Ιωάννη, γ΄ 16
  14. Αποστόλου Παύλου, Ρωμ. η΄ 29
  15. Ματθαίου, ιστ΄ 26
  16. Αποστόλου Παύλου, Γαλ. β΄, 20
  17. Μέγα Φαράντου, Δογματική και Ηθική, Αθήναι, 1973, σελ. 171
  18. Αποστόλου Παύλου, Ρωμ. η΄, 17 – 21
  19. Αποστόλου Παύλου, Α΄ Κορ. στ΄, 19
  20. Αποστόλου Παύλου, Α΄ Κορ. στ΄ 20
  21. Νικ. Νησιώτη, Ολυμπισμός και Θρησκεία, ομιλία προς Έλληνες Εκπ/κούς Λειτουργούς, κατά τη 10η Σύνοδο της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας, 8 – 14 Ιουλίου 1980, Αρχαία Ολυμπία.
  22. Αποστόλου Πέτρου, Πράξ. ι΄ 38
  23. Ματθαίου, ια΄ 29
  24. Ιωάννη, ιγ΄ 35
  25. Αποστόλου Παύλου, Β΄ Κορ. ε΄ 17 και Γαλ. στ΄ 15
  26. Αποστόλου Παύλου, Γαλ. γ΄ 28
  27. Χριστιανική Ένωσις Εκπ/κών Λειτουργών, Διαλέξεις, Αθήναι, 1955, σελ. 24
  28. Β΄ Πέτρ. α΄,4
  29. Αποστόλου Παύλου, Α΄ Κορ. γ΄ 16, 17 – στ΄ 19 και Β΄ Κορ. στ΄ 16
  30. Αποστόλου Παύλου, Φιλιππ. γ΄ 20
  31. Αποστόλου Παύλου, Εβρ. ιγ΄, 14
  32.  Αποστόλου Παύλου, Γαλ. δ΄, 26
  33. Αποστόλου Παύλου, Κολ. γ΄, 1 – 2
  34. Ιωάννη, ιστ΄ 33
  35. Α΄ Ιωάννη, ε΄ 4
  36. Χριστιανική Ένωσις Εκπ/κών Λειτουργών, Διαλέξεις, Αθήναι, 1955, σελ. 31.
  37. Γ. Ρουσή, Δομή του Λόγου, 3η έκδοση, Αθήνα, 1978, σελ. 152

Ζάκυνθος, Φεβρουάριος 1981

Δημοσιεύτηκε στα αριθ. 314/13-3-1981 και 315/21-3-1981 φύλλα της εφημερίδας Ζακύνθου «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ»

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s